γράφει ο Παρασκευάς Αθ. Μπακαρέζος
Ο Βάκος έπαιζε στην αυλή στο σπίτι του. Πελέκαγε ένα ξύλο να φτιάσει μια τσατάλα για λάστιχο. Η μάνα έπλενε στη σκάφη. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και διάταξε το Βάκο: «Πάρε τ’ μαρούδα κι να πας κατ’ στο γιούρτι και να τα’ γιομίσ’ς φιρίκια απού καταεί».Ο Βάκος παράτησε το πελέκημα, πήρε τη μαρούδα και έφυγε κατά κάτω. ΄Ηταν Οκτώβρης και η φιρικιά ήταν γεμάτη φιρίκια. Από κάτω σωρό και τα πεσμένα. Σε πέντε λεπτά η μαρούδα ήταν γεμάτη. Σε μισή ώρα τα μήλα ήταν στο σπίτι. Η μάνα είχε τελειώσει το πλύσιμο, σύμπηξε τη φωτιά και έβαλε το μικρό καζάνι στη ζεροστιά. Μέσα έριξε νερό, πίτουρα και λάχανα για να βράσουν.΄Εφτιαχνε το πλύμα για να ταΐσει το γουρούνι που σχεδόν κάθε οικογένεια στο χωριό ανάθρεφε για τα Χριστούγεννα. Όταν έγινε το κουρκούτι η μάνα έριξε μέσα και τα μισά φιρίκια. Μετά άδειασε το χυλό σ’ ένα κακάβι. Το γουρούνι στο κατώι είχε οσμιστεί φαΐ και γρύλιζε. Η μάνα άφησε το πλύμα να κρυώσει λίγο και μετά με το Βάκο ακόλουθο μπήκε στο κατώι. Εκεί σε μια γωνιά ήταν το γουρούνι με τις λάσπες του και τον κορίτο, το ξυλοσκαμμένο δοχείο φαγητού. Το γουρούνι δεν παραμέραγε, περίμενε το φαΐ και η μάνα δυσκολεύτηκε να αδειάσει το πλύμα. Το γουρούνι άρχισε να τρώει λιμασμένα κάνοντας ένα χλαπατερό ήχο. Η μάνα βρήκε ευκαιρία όπως έτρωγε το γουρούνι και άρχισε να εξηγεί στο Βάκο τα περί γουρουνιού.
Το γουρούνι οι χωριανοί το αγόραζαν μικρό. Δεν είχαν γουρούνες αναπαραγωγής. Συνήθως πήγαιναν παρέες-παρέες στην περιοχή της Μηλιάς Δωρίδας και αγ’οραζαν τα γουρουνάκια. Αυτό γινόταν είτε την άνοιξη για το πρώιμο χοιρινό ή το χινόπωρο (όψιμο). Τα έβαναν μέσα σε τσουβάλι, τα φόρτωναν σε μουλάρι και τα έφερναν στο χωριό. Δε χρειάζεται μεγάλη φαντασία για τα στριγκλίσματα που συνόδευαν τη μουλαροπομπή. Είχαν και κάποιους εμπειρικούς κανόνες που τα διάλεγαν. Ένας ήταν ότι τα πιο καλά ήταν αυτά που η νουρούλα τους γύριζε προς τα δεξιά. Το γουρούνι για να αναπτυχθεί καλά έπρεπε να έχει ένα ζεστό γεύμα την ημέρα, το πλύμα.
Έφτασε και η τελευταία βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι τα περίμεναν πώς και πώς. Είχαν βαρεθεί τη νηστεία και τη θρησκευτική και την αναγκαστική και περίμεναν να φάνε κρέας. Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα ο πατέρας είχε κανονίσει νάρθουν τρεις χωριανοί για να σφάξουν, μαζί με τον πατέρα, το γουρούνι. Κατά τις εννιά το πρωί μαζεύτηκαν. Το πρόσταγμα το είχε ο μπάρμπα-Μήτσος. Το γουρούνι το είχαν βγάλει έξω, δεμένο από το μπροστινό πόδι. Γρύλιζε και περίμενε χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι θα γινόταν. Κάποια στιγμή το έπιασαν και οι τέσσερις. Δύο από τα μπροστινά πόδια και ο τρίτος από τα πίσω. Το γουρούνι άρχισε να στριγκλίζει. Οι τέσσερις άντρες ασυγκίνητοι το κύλησαν στο χώμα της αυλής και το αναποδογύρισαν. Το στρίγκλισμα σήκωνε το σπίτι. Ο Βάκος έτρεξε και χώθηκε στο κρεβάτι, σκεπάστηκε όλος με τις βελέτζες και έβαλε και τα χέρια του στ΄αυτιά. Κάτω στην αυλή ο μπάρμπα-Μήτσος με το μαχαίρι να κόβει το λαιμό για να βγει το αίμα. Το γουρούνι συνέχισε το γρύλισμα. Σιγά-σιγά φεύγοντας το αίμα τελείωσαν και τα στριγκλίσματα. Ο Βάκος κατάλαβε ότι όλα τελείωσαν. Βγήκε και πήγε στην αυλή. Το γουρούνι είχε πάψει να κινείται και το αίμα είχε τρέξει στο χώμα. Η μάνα είχε βάλει δίπλα ένα λιθαράκι μ’ ένα κάρβουνο και πάνω μια πρέζα λιβάνι, για το καλό. Ο συνδυασμός από τη μυρωδιά του φρέσκου αίματος και του λιβανιού έμεινε χαραγμένος δυσάρεστα στη μνήμη του Βάκου μέχρι που γέρασε.
Μετά οι τέσσερις άντρες έπιασαν το γουρούνι, που πήγαινε γύρω στις εβδομήντα οκάδες, και με μεγάλο κόπο το κρέμασαν με το κεφάλι κάτω, από την τέμπλα του μπαλκονιού. Μετά άρχισε το ετοίμασμα. Το πρώτο πράγμα ήταν να το ανοίξουν. Ο πατέρας έδωσε στη μάνα το συκώτι να το τηγανίσει. Σε κανα τέταρτο οι τέσσερις άντρες έτρωγαν το συκώτι κι έπιναν τα κρασάκια τους. Αυτή ήταν η αμοιβή για τη βοήθεια. Ο Βάκος κοίταζε αλλά δε ζήτησε μεζέ. Προσπαθούσε να χωνέψει στο μυαλό του ότι το συκώτι που έτρωγαν οι άντρες ήταν από το γουρούνι που το ήξερε και το τάιζε λίγες ώρες πριν. Τέλος οι τρεις άντρες έφυγαν και ο πατέρας με τη μάνα άρχισαν τη δουλειά. Το γουρούνι εκείνη την εποχή ήταν η μοναδική πηγή κρέατος και ζωικών τροφίμων μέχρι το Πάσχα. Αφού έβγαλαν τα εντόσθια ο πατέρας ξεχώρισε τη φούσκα και την έδωσε στο Βάκο να την φουσκώσει σα μπαλόνι. Η ουροδόχος κύστη του γουρουνιού ήταν ένα παιχνίδι για τα παιδιά τότε. Η επόμενη δουλειά ήταν να κόψουν το κεφάλι που το έβαλαν πάνω σ’ ένα σανίδι παραδίπλα. Τώρα έπρεπε να περιμένουν λίγο για να κρυώσει το γουρούνι ώστε να μπορούν να το γδάρουν. Στο μεταξύ η μάνα άρχισε να κόβει τα εντόσθια κομματάκια-κομματάκια για τις ματιές. Ο πατέρας άρχισε να γδέρνει σιγά και προσεχτικά το κουφάρι του γουρουνιού. Όταν τελείωσε άφησε το τομάρι κατά μέρος. Όταν θα λάβαινε ευκαιρία θα το κάρφωνε τεντωμένο πάνω σε δυο σανίδια, με το μέσα μέρος προς τα πάνω. Θα ‘ριχνε απάνω στάχτη και θα το άφηνε στο κατώι. Από το τομάρι οι χωριανοί έφτιαχναν τσαρούχια αφού κούρευαν πρώτα τις τρίχες του τομαριού. Τα τσαρούχια ήταν δύο ειδών: Τα απλά καθημερινά με τη φτέρνα έξω και τα πιο επίσημα τα καρφωτά που είχαν πίσω μια σούρα που έβαζε τη φτέρνα μέσα.
Ο πατέρας άρχισε να κόβει το γουρούνι σε μεγάλα κομμάτια που τα ‘ριχνε σε μια σκαφίδα. Μετά έβαλε τα κομμάτια δίπλα πάνω σε κάτι κλάρες και πήρε τη σκαφίδα πάνω στο σπίτι και την έβαλε σε μια άκρη στην κουζίνα δίπλα απ’ το δωμάτιο με το τζάκι. Μετά πήρε τα μεγάλα κομμάτια ένα-ένα και τα μετέφερε πάνω βάζοντας τα πάλι στη σκαφίδα για να τα λιανίσει με την πρώτη ευκαιρία.
Η μάνα στο μεταξύ έφτιαχνε τη γέμιση για τις ματιές, γιόμισε τα εντόσθια και αράδιασε τις ματιές στρογγυλά-στρογγυλά μέσα στο ταψί. Ήταν έτοιμες για το φούρνο. Η άλλη δουλειά ήταν να ζυμώσει το χριστόψωμο. Είχε αναπιάσει το προζύμι και είχε έτοιμο το ζυμάρι από πριν. Έβαλε το ταψί και το πλαστήρι στο τραπέζι. Στο μεταξύ τα παιδιά κάθονταν στο τζάκι. Είχε σουρουπώσει και η μάνα άναψε τη λάμπα. Εκείνο το βράδυ είχε πολυτέλειες. Άναψε η λάμπα για να φέγγει στο τραπέζι. Το φως του λύχνου ήταν ασθενικό και η μάνα δεν έβλεπε να ζυμώσει. Ο πατέρας έφυγε για το καφενείο και η μάνα άρχισε να φτιάχνει το χριστόψωμο. Πρώτα πήρε λίγο ζυμάρι κι έφτιαξε στον πάτο του ταψιού ένα σταυρό. Ήταν ο οδηγός που θα βοηθούσε στη σωστή τοποθέτηση των κομματιών. Πρώτα έπλασε κι έβαλε στη μέση του ταψιού τη λειτουργιά. Μετά έπλασε τέσσερα λειτουργόπλα και τα έβαλε σταυροειδώς γύρω από τη λειτουργιά με οδηγό το ζυμαρένιο σταυρό στον πάτο του ταψιού. Το κενό που έμεινε το γέμισε με στρογγυλά κομμάτια ζυμάρι, δεκαπέντε-είκοσι, και στη μέση έχωσε ένα σούμπρο από καρύδι. Μετά πήρε το βλόερο και τον πάτησε πάνω στη μεσιανή λειτουργιά για να αποτυπώσει το θρησκευτικό ανάγλυφο. Μετά με τη μικρή σφραγίδα της πίσω μεριάς του βλόερου σφράγισε τα τέσσερα λειτουργόπλα. Έβαλε το ταψί στην άκρη και το σκέπασε με μια κουβέρτα για να δουλέψει το προζύμι. Ήταν έτοιμο για φούρνισμα. Την άλλη μέρα η μάνα έκαψε το φούρνο και φούρνισε το χριστόψωμο. Την ίδια ώρα ο πατέρας άρχισε να κόβει τα κομμάτια. Τα μάζευε σ’ ένα ταψί και όταν γέμιζε τα πήγαινε κάτω στην αυλή και τα έριχνε στο μεγάλο καζάνι που το είχε πάνω σε μια ζεροστιά. Από το κρέας κράτησε τα παΐδια και ψαράκια, κρέας από τα μπούτια που το έλεγαν στρογγυλό. Μόλις τελείωσε αυτή η δουλειά ο πατέρας άναψε φωτιά κι άρχισε να βράζει το κρέας. Σιγά-σιγά το καζάνι άφρισε και γέμισε λίπος μέχρι πάνω από τη μέση. Όταν το κρέας έβρασε έβγαλε τα καλύτερα κομμάτια και τα έβαλε σε δυο λαΐνια που είχε εκεί δίπλα. Μετά έριξε από πάνω λιωμένο λίπος από το καζάνι μέχρι να σκεπάσει το κρέας. Πρώτα όμως έβγαλε τον αφρό από το λίπος. Η κορφή αυτή του λίπους ήταν ένα κι ένα για κουραμπιέδες. Όταν τελείωσε κι αυτή η δουλειά το άφησε να κρυώσει. Το σύγλινο, μέσα στα δυο λαΐνια, ήταν έτοιμο. Ο πατέρας συνέχισε το βράσιμο με ό,τι είχε απομείνει από το κρέας για να φτιάξει τσιγαρίθρες.
Η μάνα στο μεταξύ, μέχρι να φουρνιστεί το χριστόψωμο, είχε αρχίσει να ετοιμάζει το κεφάλι. Στην αρχή έβγαλε τα μούσκουλα και τα έβαλε στην άκρη. Μετά άρχισε να κόβει κομματάκια για να φτιάξει πηχτή. Σε λίγη ώρα είχε ένα σωρό από κομματάκια μέσα σε ένα κακάβι. Όταν τελείωσε ξεφούρνισε το χριστόψωμο και ματάκαψε το φούρνο για τις ματιές. Αφού τις φούρνισε έβαλε μια ζεροστιά απάνω στο πεζούλι του φούρνου και άρχισε να βράζει την πηχτή. Όποτε έβρισκε ευκαιρία έκοβε τα μούσκουλα και άλλο κρέας που είχε κρατήσει ο πατέρας σε μικρά κομμάτια πάνω σε μια σανίδα για να φτιάξει τη γέμιση για τα λουκάνικα. Στο μεταξύ ο πατέρας έβραζε τις τσιγαρίθρες. Από καιρό σε καιρό τις ανακάτευε και ξάφριζε με μια κουτάλα. Όταν έγιναν τις κατάσβησε με κόκκινο κρασί. Οι τσιγαρίθρες πήραν ένα ωραίο κόκκινο χρώμα. Μετά άρχισε να τις αραδιάζει μέσα σ’ ένα ταψί. Τα τρίμματα από το κρέας με ότι λίπος περίσσευε στον πάτο του καζανιού το μάζεψε σε μια άλλη λαΐνα. Η ζούρα αυτή έδινε πεντανόστιμη γεύση στις τραχανόπιτες. Τα παιδιά έφερναν γυροβολιά στο καζάνι αλλά ο πατέρας δεν τους έδινε να δοκιμάσουν ούτε από το σύγλινο ούτε από τις τσιγαρίθρες. Έπρεπε να νηστέψουν για να μεταλάβουν.
Η μάνα ξεφούρνισε τις ματιές. Μόλις βγήκαν έβραζαν και από μέσα έσκαγαν φουσκάλες. Τις έβαλε στην άκρη να στεγνώσουν. Σκυλιά ή γάτες δεν είχε το σπίτι για να ανησυχούν για ατυχήματα. Ο πατέρας αναποδογύρισε το καζάνι κι έφυγε για να φροντίσει τα μαρτίνια του σπιτιού. Η μάνα άρχισε να γιομίζει τα λουκάνικα. Το βράδυ είχαν γίνει έντεκα λουκάνικα που ο πατέρας τα κρέμασε σε ένα λούρο στο ταβάνι πάνω από το τζάκι. Σιγά-σιγά σε κανά μήνα ενάμιση θα είχαν ξεραθεί και καπνιστεί από το τζάκι και θα ήταν έτοιμα. Όταν τελείωσε η μάνα πήρε τα παΐδια που είχαν κρατήσει και τα έβαλε σε λίγο αλάτι σε ένα καλάθι.Mετά τέσσερις-πέντε μέρες θα τα κρέμαγαν στο λούρο μαζί με τα λουκάνικα. Μετά από ένα μήνα θα ήταν ξεραμένα και καπνισμένα στον αέρα. Ήταν ένα κι ένα για κρεατόπιτες αλλά και με καμπρολάχανα.
Πέρασε κι αυτή η μέρα. Το βράδυ ο πατέρας πήγε πάλι στο καφενείο. Μαζεύτηκαν τέσσερις κι έστησαν την ξερή. Το καφενείο είχε λάμπα λουξ και τη νύχτα ήταν το φωτεινότερο μέρος στο χωριό. Το έπαθλο ήταν ένα λουκούμι. Εκείνο το βράδυ το κέρδισε η δυάδα του πατέρα. Ο πατέρας έφερε το μερίδιό του, μισό λουκούμι, στο σπίτι. Τα τρία παιδιά γλυκάθηκαν με το ένα τρίτο από το μισό λουκούμι το καθένα. Επιτρεπόταν να το φάνε ήταν νηστίσιμο. Το έλιωναν μέσα στο στόμα για να κρατήσει περισσότερο η γλυκάδα.
Την άλλη μέρα ο πατέρας και η μάνα ασχολήθηκαν με το καθάρισμα και την τακτοποίηση των τετζερικών και του σπιτιού που είχε αναστατωθεί από τη ζωοθυσία. Ο βάκος είχε κανονίσει με το φίλο του τον Πάνο να φέρουν γύρα και να πουν τα κάλαντα για να κονομήσουν κανά φράγκο. Πήγαν από δω, πήγαν από κει, μάζεψαν κάπου είκοσι δραχμές που τις μοιράστηκαν. Τα παιδιά στο χωριό ήταν πολλά. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά. Ο Πάνος σαν πιο θαρραλέος βάραγε τις πόρτες. Μετά το χτύπημα περνούσαν κάποιες στιγμές αγωνίας. Θ’ άνοιγαν την πόρτα; Ήταν κανείς μέσα; Είχαν αγωνία αν θα δέχονταν τα παιδιά. Μερικές φορές τους έλεγαν: «Μας τα ‘παν άλλοι» και η απάντηση των παιδιών: «Καλά, άντε και τ’ χρόν’». Στου μπάρμπα-Γιάννη εκτός από το φραγκάκι η νοικοκυρά τους έδωσε ένα λουκούμι κι ένα πορτοκάλι. Το λουκούμι το μοιράστηκαν τραβώντας το μέχρι που κόπηκε περίπου στη μέση και το κατάπιαν. Δεύτερο κομμάτι από λουκούμι ο Βάκος μέσα σε δυο μέρες. Να τι αξίζουν οι γιορτές σκεφτόταν. Στο Βάκο δεν άρεσαν τα πορτοκάλια κι έτσι το ‘δωσε στον Πάνο.
Την άλλη μέρα στις πέντε το πρωί όλη η οικογένεια πήγε στην εκκλησία. Τα παιδιά όλο χαρά. Όχι για το Χριστούλη που γεννιόταν αλλά γιατί τελείωνε η νηστεία.
Γυρίζοντας στο σπίτι κατά τις οκτώ το πρωί η μάνα έστρωσε τραπέζι. Το κύριο φαγητό οι ματιές. Την ίδια ώρα ο πατέρας αvνακάτεψε τη φωτιά κι έβγαλε ό,τι κάρβουνα είχαν γίνει. Σε μια σούβλα πέρασε κρέας από το στρογγυλό κι άρχισε να ψένει τα σουφλιμά. Τα παιδιά δεν κάθισαν στο τραπέζι . Έκοβαν και έτρωγαν ροδέλες από τις ματιές που ήταν στο ταψί στο τραπέζι. Ο σουφλιμάς αλατισμένος, πιπερισμένος και ριγανισμένος ψηνόταν στο τζάκι και η μυρουδιά του, μετά από βδομάδες στέρησης του κρέατος, βασάνιζε τη μύτη και τις προσδοκίες των παιδιών. Όσο ρόδιζε ο πατέρας άρχισε να κόβει το απόξω από τα κομμάτια. Πέρασε έτσι, κόβοντας και τρώγοντας , κάμποση ώρα. Καταλαγιάζοντας η πείνα άρχισε τώρα η αδημονία για το άλλο ζήτημα. Πότε θα περάσει ο παπάς. Μετά τη λειτουργία στην εκκλησία ο παπάς μ’ ένα παιδάκι πέρναγε απ’ όλα τα σπίτια και «σήκωνε ύψωμα».
Κάποια στιγμή ακούστηκαν άνθρωποι ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα. Ο πατέρας άνοιξε την πόρτα: «Καλώς ήρθες παπούλη. Καλά Χριστούγεννα και Χρόνια Πολλά». Ο παπάς μπήκε και τίναξε το πετραχήλι του γιατί έξω ψιλόβρεχε. Το παπαδάκι μπήκε κι αυτό κρατώντας το θυμιατό. Ο παπάς χωρίς χρονοτριβή, γιατί είχε πολλά σπίτια να γυρίσει, στάθηκε δίπλα στο τραπέζι που η μάνα το είχε καθαρίσει και είχε βάλει πάνω το χριστόψωμο. Ο παπάς έκοψε την ύψωση την πήρε με το πετραχήλι και απάγγειλε τρεις φορές: «Εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνες των αιώνων αμήν». Μετά πήρε την ύψωση την έσπασε σε κομματάκια με το χέρι του και τα έδωσε στα παιδιά και στους γονείς. Καθένας έπαιρνε το κομμάτι του και φίλαγε το χέρι του παπά. Η τελετή τελείωνε με την ευχή του παπά: «Καλά Χριστούγεννα». Ο πατέρας έδινε τον όβολό του στον παπά και στο παπαδάκι. Μόλις έφυγε ο παπάς στο σπίτι έγινε ηρεμία και τα παιδιά ήταν ελεύθερα να παίξουν. Τώρα άρχιζε η αγωνία πότε θα γίνονταν τα λουκάνικα. Άμα είχε αέρηδες που γύριζαν τον καπνό στο τζάκι γίνονταν πιο γρήγορα.
Βοήθησαν με διηγήσεις:
Δήμητρα Γ. Μπακαρέζου
Γεώργιος Μ. Μπρούμας