Δύο άρθρα του τ. Προέδρου του Συλλόγου Κροκυλιωτών ο Μακρυγιάννης, Παρασκευά Μπακαρέζου με τίτλους: "Μισή μέρα στο Σχολείο" και "Σχολείο, απόγευμα", που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα ΤΟ ΚΡΟΚΥΛΕΙΟ το 2010 και 2011 αντίστοιχα, μέσα από τα οποία σκιαγραφείται η τυπική εικόνα μιας ημέρας που περνά ένα παιδί στο Δημοτικό Σχολείο Κροκυλείου κάπου στην μετεμφυλιακή περίοδο:
***
Μισή μέρα στο Σχολείο
Πρωί, λίγο πριν τις οκτώ. Χαζοψιλόβρεχε κι ο Βάκος, μαθητής της Πρώτης δημοτικού, ανέβαινε τον ανήφορο προς το σχολείο, στην άκρη του χωριού. Στη πλάτη του κρεμόταν σταυρωτά η υφαντή μαρούδα, μικρό σακούλι. Μέσα είχε το αλφαβητάριό του, ένα τετράδιο, το καλό, και τη πλάκα με το κοντύλι δεμένο στο ξύλινο πλαίσιό της με σπάγγο.
Εικ. 1. Η πλάκα μι του κουντύλ’ (αριστερά)
Φόραγε τα αρβύλια του, τα μοναδικά του παπούτσια για ένα χρόνο τουλάχιστον. Παντελόνι ντρίλινο μέχρι τη μέση της γάμπας και τις κλασικές μαύρες πλεχτές κάλτσες από προβατίσιο μαλλί. Για πανωφόρι φόραγε ένα είδος κοντού σακακιού. Το είχε από τη διανομή ρούχων της αμερικανικής βοήθειας. Ήταν ένα περίεργο γκρι με δύο ροζ λουρίδες στον ώμο. Ήταν περήφανος για το ρούχο του. Το όνομα του σακακιού στα αγγλικά είναι κόουτ (coat). Στα κροκυλιώτικα ο τύπος του ρούχου αυτού είχε περάσει σαν κοτ με πολύ κοφτή προφορά. Για το Βάκο όμως που ήταν μικρός κι αυτός και το σακάκι του, ήταν «του κουτάκ’». ΄Όπως ο Βάκος περπάταγε πεταχτά, γιατί του άρεσε το σχολείο, ξαφνικά λύγισαν τα γόνατά του. Θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει, μικρός όπως ήταν, να πάρει από το σπίτι το ξύλο για τη σόμπα. Το σχολείο ήταν ένα μεγάλο κτίσμα πολύ μακρύ και πολύ ψηλό. Ήταν αδύνατο να
ζεσταθεί αλλά στη μπροστινή αριστερή γωνία του ήταν μια ξυλόσομπα που ζέσταινε μόνο εκεί γύρω. Δεξιά της σόμπας ήταν η έδρα του δάσκαλου και ο πίνακας δίπλα, ψιλότερα στη σειρά οι ήρωες του Εικοσιένα.
Εικ. 2. Από τους ήρωες του Εικοσιένα.
Ο Λόρδος Βύρων.
Κάθε παιδί έφερνε κάθε μέρα από ένα ξύλο για τη σόμπα. Το κράτος την εποχή εκείνη δεν πλήρωνε για θέρμανση στα σχολεία. Έβλεπες λοιπόν τα παιδιά να μαζεύονται στο σχολείο έχοντας τις μαρούδες κρεμασμένες στους ώμους τους και κρατώντας από ένα ξύλο στο χέρι σαν προϊστορικοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες. Αργότερα ο δάσκαλος άλλαξε το σύστημα και κάθε γονιός έφερνε στην αρχή της χρονιάς ένα φόρτωμα ξύλα στο σχολείο. Αν είχε δυο
παιδιά δυο φορτώματα. Ο Βάκος λοιπόν άρχισε να μυξοκλαίει γιατί δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν πολύ ήσυχο παιδί. Να γυρίσει σπίτι να πάρει ξύλο, θα αργούσε, τα άλλα παιδιά θα είχαν «μπει» και δεν συνηθιζόταν να μπαίνεις στο σχολείο αργοπορημένος. Εξ άλλου θα χρειαζόταν εξηγήσεις στο δάσκαλο και ήταν πολύ μικρός και χωρίς θάρρος για τέτοια δουλειά. Κάποια άλλα παιδιά που πέρναγαν τον κορόιδευαν που έκλαιγε. Η κοινωνία στο χωριό, κοινωνία επιβίωσης, από ανάγκη ήταν πολύ σκληρή στους αδύναμους, όπως και στα ζώα.
Σε λιγάκι ήρθε κι ο Γιάννης μαθητής της Έκτης δημοτικού. Με τη μαρούδα του κι αυτός κι ανάλογο ντύσιμο. Μόλις είδε το Βάκο τον πλησίασε και τον ρώτησε γιατί κλαίει. Οι πατεράδες των δύο παιδιών συνεργάζονταν σε διάφορες δουλειές κι γι’ αυτό ο Γιάννης δεν τον κορόιδεψε. Όταν ο μικρός μέσα σε αναφιλητά του εξήγησε τι συμβαίνει, ο Γιάννης του είπε «γι’ αυτό σκας;». Πήγε στην άκρη του δρόμου, βούτηξε ένα παλούκι, έσπασε το μισό με μια κλωτσιά και το ‘δωσε στον Βάκο. «Να το ξύλου σ’». Ο μικρός του ‘ριξε ένα βλέμμα που είχε μέσα του όλη την ευγνωμοσύνη ενός παιδιού, δηλαδή του κόσμου όλου. Του έμεινε για όλη του τη ζωή το πόσο εύκολα λύθηκε η απελπιστική, όπως νόμιζε, κατάστασή του. Ήταν μια από τις εμπειρίες που σχημάτισαν το χαρακτήρα του. Μόλις έφτασαν στο σχολείο, ο Βάκος σκουπίζοντας τα δάκρυά του κι ο Γιάννης παρηγορώντας τον, ο δάσκαλος φώναξε «σύνταξη». Τα παιδιά παρατάχτηκαν κατά τάξεις. Το προαύλιο μπροστά στο σχολείο ήταν μικρό και ίσα που χώραγε τα παιδιά. Δίπλα ήταν ένα αμπέλι που μετά ο ιδιοκτήτης του το έδωσε στο σχολείο και μεγάλωσε το προαύλιο. Με τους μαθητές παραταγμένους ένας «μεγάλος» της έκτης είπε τσάτρα-πάτρα το «Πάτερ ημών» και άρχισε η είσοδος με πρώτη την έκτη τάξη. Μέσα στο σχολείο τα παιδιά άφησαν τις μαρούδες τους και πήραν τις κούπες τους βγαίνοντας από την άλλη πόρτα για το γάλα στο πίσω προαύλιο.
Εικ. 3. Το πίσω προαύλιο γύρω στο 1935
Κάθε παιδί είχε την αλουμινένια κούπα του με χαραγμένα επάνω, με τη μύτη του σουγιά, τα αρχικά του Π.Μ., Γ.Μ., Π.Σ. κ.τ.λ. Ο πατέρας της Γιώτας δεν είχε να αγοράσει αλουμινένια κούπα και βρήκε ένα άδειο κουτί από γάλα Βλάχας, πήγε στον καλαντζή, κόλλησε ένα παφιλένιο χερουλάκι κι έτοιμη η κούπα για το γάλα. Σε μια γωνιά του προαυλίου ήταν το πηγάδι. Στην άλλη γωνιά ήταν ένα υπόστεγο, το μαγειρείο. Κάθε μέρα μια μάνα ερχόταν να βράσει ένα καζάνι γάλα σκόνη, της αμερικανικής βοήθειας κι αυτό. Οι γυναίκες έβγαναν νερό από το πηγάδι το ανακάτευαν με τη σκόνη και το έβραζαν. Το μυστικό που δεν ήξεραν πολλές γυναίκες, δεν ήταν εξοικειωμένες με το γάλα σκόνη, προϊόν άγνωστο στο χωριό, ήταν το συνεχές ανακάτεμα μέχρι να βράσει. Αν δε γινόταν αυτό το γάλα κόλλαγε στον πάτο του καζανιού και τσίκνιζε. Αυτό είχε συμβεί και σήμερα. Ακούγονταν φωνές σιγανές γιατί ο δάσκαλος καραδοκούσε. « Το κόλλ’σε σήμερα». Όσα παιδιά μπόραγαν το ‘χυναν κρυφά γιατί όπως είπαμε ενέδρευε με τη βέργα έτοιμη. Αφού τα παιδιά άλλα ήπιαν άλλα κρυφόχυσαν το γάλα, «μετά σύνταξις» και είσοδος στο σχολείο, όπου στο μεταξύ δυο μεγάλοι είχαν ανάψει τη σόμπα, και άρχισε το μάθημα.
Ο δάσκαλος διέταξε «Να σηκωθεί η Πρώτη να ζεσταθεί». Τα παιδιά της Πρώτης σηκώθηκαν από τα μπροστινά θρανία και στήθηκαν όρθια γύρω από τη σόμπα με τα χέρια τεντωμένα προς τη φωτιά και χουχουλίζοντας γιατί έκανε κρύο. Ο δάσκαλος άρχισε να οργανώνει το μάθημα, ήταν ένας με έξι τάξεις. Εκείνη τη χρονιά δεν είχε δασκάλα για τη δεύτερη αίθουσα του σχολείου και τις μισές τάξεις. Πρώτα έστειλε δυο μεγάλους χεροδύναμους, τον Χαραλάμπ’ και τον Παναγιώτη, να βγάλουν νερό απ’ το πηγάδι και να πλύνουν το καζάνι. Μετά άρχισε με τη Δευτέρα αφού έβαλε την Τρίτη και την Τετάρτη να κάνει καλλιγραφία αντιγράφοντας από το αναγνωστικό της Τετάρτης τρεις σειρές. «Ο κυρ-Πανάγος φτάνει με τον ψαρή και τον ντορή και με τ’ αλέτρι. Κρεμάει στο μεγάλο πεύκο το ταγάρι του με το μαύρο ψωμί και τη ντομάτα». Βέβαια το κείμενο γραφόταν τότε με δασείες, ψιλές, περισπωμένες, οξείες και υπογεγραμμένες. Σήμερα έχουν μείνει μόνο οι οξείες με το όνομα τόνος. Τα παιδιά έβγαλαν τις ξύλινες πένες με το μεταλλικό «πινάκ’» και το μελανοδοχείο. Τα υλικά αυτά τα αγόραζαν από το περίπτερο. «΄Ένα πινάκ’ κι ένα πενηνταράκ’ μιλάνι». Η Πέμπτη και η Έκτη πήρε εντολή να διαβάσει το παρακάτω μάθημα της Γεωγραφίας.
Εικ. 4. Πένα, πινάκ’ και μιλανουδουχείου
Τώρα αρχίζει το κανονικό μάθημα με τη Δευτέρα. Αριθμητική η προπαίδεια του 3. Ο δάσκαλος έγραψε σε μια άκρη του πίνακα το 1x3=3. 2x3=6 … 10x3=30. Μετά άρχισαν. Ο δάσκαλος κρατώντας τη βέργα, σαν μαέστρος όχι σαν τιμωρός αυτή τη φορά, έβαζε το ρυθμό «μία φορά το τρία ίσον τρία» και όλη η τάξη επαναλάμβανε εν χορώ «μία φορά το τρία ίσον τρία». Αυτό έγινε δύο τρεις φορές. Μετά ο δάσκαλος έσβησε τον πίνακα κι άρχισε να ρωτάει σκόρπια μαθητές στην τύχη. Ο δάσκαλος αυτός έκανε τις ερωτήσεις ονομαστικά. Παλιότερα ο δάσκαλος είχε δώσει στους μαθητές νούμερα. Έλεγε λοιπόν. «Να μας το πει το Β 3». Αυτό σήμαινε το τρία της Β΄τάξης που αντιστοιχούσε σε ένα μαθητή. Συνέχισε λοιπόν ο δάσκαλος. «Για πες μας Θανάσ’ εννιά φορές το τρία πόσο κάνει;». Μετά από κάποιες στιγμές αβεβαιότητας ο Θανάσης κατάφερε να απαντήσει: «Εικουσιφτά». Ο επόμενος όμως, ο Κώστας, δεν κατάφερε να κάνει το «τρεις εφτά» και η βέργα έπεσε στον ώμο του, όχι βάρβαρα, με ένα «άντε να χαθείς».
Το μάθημα Αριθμητικής τελείωσε και ο δάσκαλος παράγγειλε: «Να καθήσ’ η Πρώτη να σκουθεί η Δευτέρα». Οι μαθητές της Πρώτης κατέβασαν τα χέρια, με τις παλάμες ανοιχτές σαν τον ήλιο και κάθησαν στα θρανία τους. Τα δευτεράκια περικύκλωσαν τη σόμπα κι άρχισαν να ζεσταίνονται. Ήταν παράδεισος γι’ αυτά. Ούτε μάθημα έκαναν και ζεσταίνονταν κι όλας. Ο μόνος περιορισμός, δεν έπρεπε να μιλάνε. Το πιστικό όργανο σιωπής ήταν η βέργα του δασκάλου που δε δίσταζε μπροστά σε χέρια και μερικές φορές πόδια και πλάτες. Μετά ήρθε η σειρά της Πρώτης. Γραφή κι ανάγνωση: «Βγάλτε τις πλάκες και τα κουντύλια. Γράψτε την ορθογραφία». Τα παιδιά άρχισαν να γράφουν τις δύο σειρές που τους είχε ορίσει ο δάσκαλος την προηγούμενη μέρα. «Ψάρια, εδώ τα ψάρια. Θαλασσινά ψάρια». Έπειτα ήρθε η ώρα της κρίσεως. Ο δάσκαλος εξέτασε τις πλάκες και όπου έβρισκε λάθος, έριχνε και καμιά ξυλιά με τη βέργα. Μετά άρχισε η ανάγνωση: «Για πες μας εσύ Δήμητρα». Η Δήμητρα άρχισε με σπαραξικάρδια φωνή να διαβάζει σε τελείως αφύσικο μακρόσυρτο ύφος. «Έχω ψα…ψάρια για … για ψη…τά, ψάρια για τη…τηγανιτά». Η Τρίτη και Τετάρτη είχε πάλι Αριθμητική. Τον πολλαπλασιασμό. Ο δάσκαλος δίδασκε και τα παιδιά επαναλάμβαναν εν χορώ. Όταν τελείωσε έκανε κι άλλους τέτοιους πολλαπλασιασμούς και εξέτασε δύο τρία παιδιά ανακατωτά. Τέλος πάντων το μάθημα τελείωσε με μείγμα μισοαπαντήσεων και εμπλοκής της βέργας του δασκάλου. Η ώρα πέρναγε και πλησίαζε το διάλειμμα. Ο δάσκαλος βιάστηκε να εξετάσει και λίγο την Πέμπτη και Έκτη στη γραμματική. Ρώτησε το Γιώργο να του πει ένα ουδέτερο ουσιαστικό σε «ο». «Του βιβλίου» απάντησε αμέσως ο Γιώργος. «Για κλίνε το τώρα». Ο Γιώργος άρχισε απνευστί: «Ονομαστική του βιβλίου, γενική του βιβλίου, δοτική του βιβλίου, αιτιατική του βιβλίου, κλητική ώ βιβλίου». Ο δάσκαλος γέλασε λίγο: «Μπράβο Γιώργου» και αμέσως μετά: «Διάλειμμα»!
Το διάλειμμα ήταν ολόκληρο ξεχωριστό κεφάλαιο. Τα μεγάλα αγόρια έπαιζαν κυνηγητό σε δυο ομάδες με το «φτου ξελευθερία». Το παιχνίδι μερικές φορές γινόταν άγριο και παθιασμένο και επεκτεινόταν και στα χωράφια δίπλα στο σχολείο. Ο δάσκαλος παρακολουθούσε για να βάζει τα πράματα στη σειρά όταν ξέφευγαν. Τα κορίτσια κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα και παρίσταναν τις νοικοκυρές τρώγοντας το κολατσιό τους, ψωμί με καρύδια, κάπως τελετουργικά σα να ήταν στο σπιτικό τραπέζι. Τα μικρότερα παιδιά πέρναγαν την ώρα του διαλείμματος με διάφορα: Μια παρέα μίλαγε για τη γάτα που κυνηγάει ποντίκια. Ο Σπύρος προσπάθησε να την παραστήσει: «Νιαρ-νιαρ, γρρρ». Ο Νίκος όταν ήρθε η σειρά του ξεπέρασε όλους τους άλλους σε πρωτοτυπία. Έσκυψε με τη μύτη του κοντά στο έδαφος κι άρχισε να περπατάει ατσούμπαλα φωνάζοντας: «Νιοφ-νιοφ, θέλου πουντίκια». Δυστυχώς όλα τα ωραία πράγματα έχουν ένα τέλος. Ξαφνικά ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος της σφυρίχτρας του δασκάλου. Τα πάντα σταμάτησαν αμέσως και σε τρία λεπτά τα παιδιά ήταν σε παράταξη μπροστά στην είσοδο και άρχισαν να ξαναμπαίνουν στο κάτεργο.
Τώρα είχε μάθημα Γεωγραφίας της Ευρώπης η Πέμπτη και η Έκτη. Ο Βάκος παρακολουθούσε την εξέταση. Ο δάσκαλος εκείνη την ημέρα έκανε γενικό μάθημα με ανακατωμένες ερωτήσεις: «Για πες μας Αλεξάντρα ποια είναι η πρωτεύουσα της Αλβανίας;». Η Αλεξάντρα τον κοίταζε αμίλητη. Ο δάσκαλος επέμενε: «Έλα μωρέ, Αλεξάντρα μη με τυραννάς». Η Αλεξάντρα δεν μπόρεσε να μπει στο νόημα. Ο Βάκος ήταν πολύ μικρός αλλά αναρωτιόταν γιατί να συμβαίνει αυτό αφού ο χάρτης ήταν δίπλα στον πίνακα κι εκεί έγραφε με μεγάλα γράμματα «Τίρανα». Πολύ αργότερα κατάλαβε τι συνέβαινε. Πολλά παιδιά δεν ήξεραν που πέφτει η Αλβανία στο χάρτη. Η πληροφορία ήταν μπροστά στα μάτια τους αλλά η άγνοιά τους δεν τους άφηνε να την χρησιμοποιήσουν. Δυστυχώς συνέχιζε να συμβαίνει και στην ενήλικη ζωή πολλών από τα παιδιά.
Εικ. 5. Ο δάσκαλος με τα μαθητούδια το 1957 (βλ. επάνω φωτογραφία)
Τέλος έφτασε η ευλογημένη δωδεκάτη ώρα για το τέλος του πρωινού μαθήματος. Ο δάσκαλος έδωσε το σύνθημα να γίνει η απόλυση και όλα τα παιδιά ροβόλησαν κατά το χωριό άλλα φωνάζοντας, άλλα τρέχοντας, άλλα πιο ήρεμα. Είχαν τρεις ώρες για το απογευματινό μάθημα. Στις τρεις αυτές ώρες θα έτρωγαν και θα προετοίμαζαν το απογευματινό μάθημα.
Παρασκευάς Αθ. Μπακαρέζος
***
Σχολείο Απόγευμα
Απογιοματάκι. Η καμπάνα του σχολείου είχε βαρέσει. Τα παιδιά άρχισαν να μαζεύονται στο προαύλιο για το απογευματινό μάθημα. Κανένα παιδί δε χρησιμοποιούσε τη μεσημεριανή διακοπή για να μείνει στο σπίτι και να διαβάσει.
Όλα τα παιδιά γύριζαν εδώ κι εκεί και γι’ αυτό έρχονταν στο σχολείο απ’ όλες τις μεριές. Όταν μαζεύτηκαν βγήκε ο δάσκαλος από το σχολείο και τα παιδιά παρατάχτηκαν για να μπουν μέσα. Τη στιγμή εκείνη ο δάσκαλος φώναξε δυνατά: «καθαριότητα». Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε σχετική αναστάτωση και να γιατί: Ήταν προχωρημένη εποχή μέσα στο χειμώνα. Τα παράθυρα και οι πόρτες στα σπίτια του χωριού ήταν χαρχάλες και ο αέρας και το κρύο έμπαιναν από παντού. Τη νύχτα το τζάκι έσβηνε. Η θερμοκρασία έπεφτε πολύ. Η μόνη λύση ήταν τα πολλά ρούχα στο κρεβάτι. Ακόμα όλοι τότε δε γδύνονταν για να κοιμηθούν. Τα παιδιά φόραγαν κάτι μαύρες πλεχτές κάλτσες από πρόβειο μαλλί μέχρι κάτω απ’ το γόνατο. Λόγω του κρύου τις έβαζαν γύρω στον Οκτώβρη και τις έβγαζαν κατά τον Απρίλη. Τις φόραγαν νύχτα μέρα. Συνήθως δεν υπήρχε δεύτερο ζευγάρι. Ούτε φανέλες έβγαζαν ποτέ. Ντυμένα τα παιδιά έτσι έμπαιναν μέσα στις κουβέρτες, χωρίς σεντόνια, που ήταν τόσο βαριές και πίεζαν το στήθος με βάρος πολλών κιλών. Μετά από κανένα τέταρτο ανέβαινε η θερμοκρασία στο κρεβάτι και συνηθιζόταν και το βάρος από τις κουβέρτες. Έτσι που ήταν τα πράγματα, ήταν φυσικό να μην υπάρχει μεγάλη σχέση με την καθαριότητα. Ακόμα και το νερό ήταν μπούζι. Τα παιδιά κρύωναν να βγάλουν τις μάλλινες πλεχτές κάλτσες, κρύωναν να πλυθούν με κρύο νερό. Το αποτέλεσμα ήταν το χειμώνα να μην πλένονται καθόλου. Γι’ αυτό η λέξη «καθαριότητα» προκάλεσε αναστάτωση.
Εικ. 1. Το σχολείο σε γιορτή
Τα παιδιά κάθισαν στη σειρά στο πεζούλι μπροστά από το κτίριο του σχολείου. Συνήθως η καθαριότητα ήταν η οπτική εξέταση των νυχιών των χεριών, των αυτιών και του ενός ποδιού, συνήθως του αριστερού. Τη μέρα όμως εκείνη ο δάσκαλος διέταξε να ξυποληθούν και να ξεκαλτσώσουν το δεξί πόδι. Η αλλαγή αυτή προκάλεσε αναστάτωση γιατί τα παιδιά συνηθισμένα στην εξέταση του αριστερού ποδιού το κράταγαν όπως-όπως καθαρό παραμελώντας τελείως το δεξί. Τώρα έβλεπες τα παιδιά να χρησιμοποιούν το σάλιο τους και να προσπαθούν να καθαρίσουν αυτιά, μύτες, πόδια. Η μυρωδιά των δεξιών ποδιών έγινε σχεδόν ανυπόφορη. Ο δάσκαλος με τη βέργα εξασκούσε καθαριότητα. Έπεσε ξύλο πολύ όπως γινόταν κάθε φορά που είχε καθαριότητα. Λίγοι από τους δασκάλους της εποχής μπορούσαν να καταλάβουν τις συνθήκες που είχαν σαν αποτέλεσμα τη βρομιά. Όταν ο δάσκαλος βαρέθηκε να δέρνει ανακοίνωσε το τέλος της υγειονομικής επιθεώρησης. Τα παιδιά μπήκαν στο σχολείο για το απογευματινό μάθημα.
Εικ. 2. Χάρτης της Ασίας
Τώρα είχε Γεωγραφία η πέμπτη και έκτη τάξη. Στη διάρκεια της μεσημεριανής διακοπής ο δάσκαλος πήγε για κούρεμα και όπως περίμενε στο μπαλκόνι του κουρείου πήρε το μάτι του το Γιάννη που με το λάστιχο στο χέρι κυνηγούσε πουλάκια. Ήταν τόσο δοσμένος στο καθήκον που δεν πήρε χαμπάρι το δάσκαλο στο μπαλκόνι. Μόλις άρχισε η Γεωγραφία ο δάσκαλος σήκωσε τον Κώστα της πέμπτης και το Γιάννη που ήταν μαθητής της έκτης. Συνήθως ο δάσκαλος έβαζε το μαθητή να λέει το μάθημα και μετά έκανε γραφική εργασία χωρίς να προσέχει τα λόγια του μαθητή. Όταν σταμάταγε η μουρμούρα που άκουγε ο δάσκαλος ενώ έγραφε καταλάβαινε ότι ο μαθητής τελείωσε και του ‘λεγε να κάτσει κάτω. Το ίδιο έκανε με τον Κώστα που εξετάστηκε πρώτος. Μετά ήρθε η σειρά του Γιάννη. Εδώ ο δάσκαλος ρώτησε: «Τι μάθημα έχουμε σήμερα Γιάννη;». «Σήμερα έχουμε για το Δούνα». «Ωραία, πες μας για το Δούνα». Ο Γιάννης άρχισε υπολογίζοντας ότι ο δάσκαλος θα άρχιζε να γράφει και δε θα πρόσεχε τι έλεγε. Ο δάσκαλος όμως περίμενε. Ο Γιάννης άρχισε: «Ο Δούνας προς βορράν συνορεύει …Ο Δούνας προς βορράν συνορεύει…». Αφού ο δάσκαλος άφησε το Γιάννη να βασανιστεί με τα σύνορα του Δούνα, πήρε μια βέργα και τελείωσε το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. «Θα σου πω εγώ με τι συνορεύει ο Δούνας. Προς βορράν συνορεύει με το Σκατόρεμα και προς νότον με της Καραμτρούς τα λάχανα». Μετά άρχισε να κελαηδάει η βέργα.
Εικ. 3. Ο…Δούνας
Μόλις ο δάσκαλος είχε τελειώσει τη διαπαιδαγώγηση του Γιάννη άνοιξε η έξω πόρτα του σχολείου και μπήκε μέσα η Βασίλω, μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι. Έμεινε κοντά στην πόρτα. Όλα τα παιδιά γύρισαν το κεφάλι τους και την παρακολουθούσαν. Το πρωί ο δάσκαλος είχε δείρει πολύ άσχημα έναν από τους γιους της. «Δάσκαλε» του είπε κραδαίνοντας το τσεκούρι, «να μη ξαναδείρς του πιδί. Θα στ’ ανοίξω του κεφάλ’ με το τσεκούρ’. Του πιδί δεν το ‘χουμε μαζί. Ιγώ ξέρου τι τραβάου να του μεγαλώσου. Δεν του μεγαλώνου για να του σαπίζς εσύ στου ξύλου». Αυτά είπε η Βασίλω, έκλεισε την πόρτα κι έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Εξ άλλου τι να της απαντήσει ο δάσκαλος, είχε κι αυτός εκπλαγεί από την εισβολή.
Στο μεταξύ η τρίτη και η τέταρτη τάξη είχε Ιχνογραφία. Τα παιδιά είχαν βγάλει το τετράδιο με τα άσπρα φύλλα χωρίς γραμμές, και κάτι χρωματιστά μολύβια και διάλεξαν ένα θέμα. Τα περισσότερα είχαν τελειώσει κι είχαν μαζευτεί γύρω από τον Πάνο που τον είχε πιάσει ζωγραφικός οίστρος και διάλεξε σύνθετο θέμα το εξής:
Τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια τότε. Η βόλτα με αυτοκίνητο ήταν τόσο σπάνιο που όποιο παιδί μπορούσε να το κάνει αποκτούσε άλλη όψη στα μάτια των παιδιών. Ένας τρόπος για αυτοκινητάδα ήταν ο εξής: Κάθε μέρα το μικρό λεωφορείο πήγαινε στο Κουπάκι, Ζωριάνο και Αλποχώρι τους επιβάτες και τα πράγματα που έφταναν στο Κροκύλειο από την Αθήνα. Τα παιδιά περίμεναν κρυμμένα κάτω από ένα γιοφύρι σε στροφή και ανήφορο. Εκεί ο οδηγός πριν φτάσει στη στροφή σταμάταγε έβαζε μικρή ταχύτητα και ξεκίναγε αργά. Επειδή δεν μπορούσε να αλλάξει ταχύτητα παρά μόνο αν σταμάταγε εντελώς, έτσι ήταν τα κιβώτια ταχυτήτων της εποχής, πήγαινε αργά. Τότε πετάγονταν τα παιδιά κι αρπάζονταν από τις σχάρες στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου για να πάνε καβάλα. Τα παιδιά νόμιζαν πως ο οδηγός δεν τους έβλεπε. Τους έβλεπε αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει γιατί ήταν πολύ δύσκολο να ξεκινήσει ξανά στον ανήφορο. Οι μηχανές είχαν πολύ μικρή ιπποδύναμη τότε. Έτσι το αυτοκίνητο προχώραγε υποχρεωτικά μπροστά όπως το αεροπλάνο στην απογείωση. Όταν έφτανε σε κανένα ίσιωμα σταμάταγε και ο οδηγός κατέβαινε και κυνήγαγε τα παιδιά, συνήθως πετώντας τους πέτρες. Ο Πάνος είχε διαλέξει αυτό το θέμα. Ζωγράφιζε ένα αυτοκίνητο από τα πλάγια, πολύχρωμο και με τους επιβάτες μέσα. Έξω ήταν ένας άνθρωπος, ο οδηγός, και πέντε έξι παιδιά που έτρεχαν. Τα παιδιά της τρίτης και της τετάρτης που είχαν τελειώσει ήταν μαζεμένα γύρω από τον Πάνο και παρακολουθούσαν απορροφημένα. Αφού ο Πάνος τελείωσε κοίταξε το δημιούργημά του με περηφάνια. Τα άλλα παιδιά άρχισαν να κάθονται στις θέσεις τους. Αλλά ξαφνικά ο Πάνος σα να σκέφτηκε κάτι τραβάει μια γραμμή που άρχιζε από το δεξί χέρι του οδηγού και δήλωσε: «Κάτσ’ να τ’ βάλουμε κι νια λούρα». Ήταν η βέργα για να δείρει ο οδηγός τους ταραξίες μαθητές.
Την ίδια ώρα ο Βασίλης κι ο Γιώργος, μαθητές της έκτης, βρίσκονταν στο ένα από τα δύο μικρά γραφεία που χώριζαν τις δύο αίθουσες του σχολείου. Ο δάσκαλος τους είχε δώσει άδεια και τους είχε αναθέσει να κόψουν το κίτρινο τυρί της αμερικάνικης βοήθειας για το πρωινό συσσίτιο της άλλης μέρας. Άνοιγαν το μεγάλο κουτί κι έβγαζαν ολόκληρο το κίτρινο τυρί που είχε σχήμα κυλίνδρου. Μετά το έκοβαν ροδέλες περίπου δύο πόντους πάχος. Κάθε ροδέλα την έκοβαν στα οχτώ. Αυτή ήταν η πρωινή μερίδα του κάθε παιδιού. Πολλά παιδιά το έβαζαν στην τσέπη και το βράδυ το έλιωναν σε λάδι στο τηγάνι κι έφτιαχναν ένα κροκυλειώτικο fondue. Έτσι λιωμένο μέσα στο λάδι ήταν καλό φαΐ, ενώ σκέτο χωρίς ψωμί δε φέλαγε.
Εικ. 4. Το κροκυλιώτικο…fondue
Όπως έκοβαν το τυρί, ο Βασίλης ακούμπησε κατά λάθος μια παλιά σόμπα που ήταν αφημένη στο γραφείο. Όπως άνοιξε ελαφρά το καπάκι πετάχτηκαν όξω τα ποντίκια που ήταν μέσα. Ο Βασίλης μετά το πρώτο ξάφνιασμα αρκέστηκε να παρατηρήσει: «Ωρέ τι χουρουμπουλιό είν’ τούτο». Ευτυχώς που το κομμένο τυρί το ξανάβαζαν στο τενεκεδένιο κουτί του. Όπως έκοβαν το τυρί ο Γιώργος άρχισε να λέει ένα πιπεράτο τραγουδάκι που είχε μάθει το μεσημέρι. Στη μεσημεριανή διακοπή ο Γιώργος είχε πάει κάτω στα Βαρκά και έκανε παρέα στον μπάρμπα-Κώστα που βόσκαγε κάτι γιδούλες. Ο μπάρμπα-Κώστας έλεγε με την ψιλή του φωνή ιστορίες διάφορες. Του Γιώργου του έμεινε το ποιηματάκι που τώρα το έλεγε στο Βασίλη: «Μπάρμπα-Γιάννη τι το θέλεις το κορίτσι /το κορίτσι θέλει χάδια /στο λαιμό και στα ποδάρια /ανάμεσα στα δυο τα σκέλια». Ο Βασίλης χασκογέλασε. Μετά χάζεψαν λίγο ακόμα μέχρι που ήρθε η ώρα να σχολάσει το σχολείο και δε χρειαζόταν να ξαναπάνε στο μάθημα.
Τέλος ήρθε η ώρα να σχολάσουν τα παιδιά. Άρχισαν να βγαίνουν σιωπηλά μέχρι να μην τους βλέπει ο δάσκαλος κι αμέσως άρχιζαν το τρεχαλητό και τα ξεφωνητά. Ήταν χειμώνας κι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο δάσκαλος δεν έφυγε. Σηκώθηκε κι άναψε τις δυο λάμπες που ήταν η μια πάνω στην έδρα και η άλλη πάνω σ’ ένα από τα παράθυρα του σχολείου. Το μάθημα συνεχιζόταν. Είχε και νυχτερινό σχολείο. Οι μαθητές ήταν αγόρια και κορίτσια δεκαπέντε-δεκάξι χρονών που δεν μπόρεσαν να πάνε όλες τις τάξεις με τις ανωμαλίες του εμφυλίου. Υπήρξαν κάποια χρόνια που οι κάτοικοι του χωριού και της περιοχής αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την περιοχή και να ζήσουν σε δραματικές συνθήκες, χωρίς καμιά προετοιμασία από το κράτος, κυρίως στην παραλιακή περιοχή. Το μάθημα ήταν σαφώς πιο χαλαρό. Ο δάσκαλος δεν ήταν τόσο αυστηρός. Έβαζε τη βέργα στην άκρη. Εξάλλου δεν ήταν σίγουρο πως μπορούσε να δείρει κάποια απ’ τα παιδιά που ήταν σωστοί άντρες πια. Το μάθημα κράταγε περίπου μια ώρα. Όταν τελείωνε ήταν έξω σκοτάδι. Η σελήνη στο τελευταίο τέταρτο. Φώτα πουθενά.
Η Γιαννούλα έμενε στον κάτω μαχαλά. Πήρε από τη σόμπα ένα μισοκαμμένο ξύλο, το άφησε να κρυώσει λίγο για να πιάνεται. Το δαυλί άρχισε να καπνίζει. Η Γιαννούλα βγήκε έξω κι άρχισε να το κουνάει βίαια πέρα δώθε. Αυτό αναζωογόνησε τη φωτιά και φωτιζόταν αμυδρά ο δρόμος. Το δαυλί, ήταν ο φακός της Γιαννούλας. Στο μεταξύ ο μπάρμπα-Θόδωρος, χήρος ακμαίος ακόμα, περίμενε μέσα στο σκοτάδι δίπλα σε μια λότζα στο δρόμο που θα πέρναγε η Γιαννούλα. Υπολόγιζε ότι με τον εξαναγκασμό και την ξαφνική εμφάνισή του μπορεί να έβγανε κάτι. Μόλις είδε το δαυλί να έρχεται εμφανίστηκε ξαφνικά και άρχισε τη λεκτική επίθεσή του: «Καλό μ’ τι κάν’ς». Η Γιαννούλα δεν τρομοκρατήθηκε. Όπως έκανε το δαυλί πέρα δώθε για να φωτίζει έδωσε την απάντησή της. «Πατ» τραβάει κανα δυο δαυλιές στο πρόσωπο του μπάρμπα-Θόδωρου. Αυτός ξαφνιάστηκε και η Γιαννούλα τάχυνε λίγο το βήμα της και συνέχισε το δρόμο της. Την άλλη μέρα όταν ρώταγαν τον μπάρμπα-Θόδωρο τι σημάδια είναι αυτά στο πρόσωπό του έλεγε: «Να μωρέ πήγα να τσακίσω νια κλάρα και πετάχτηκε στη φάτσα μου».
Από διηγήσεις χωριανών.
Παρασκευάς Αθ. Μπακαρέζος