Το βιβλίο "Παναγιώτα: Καλύτερα σκοτωμένη παρά χωρισμένη" του Ιατρού Λουκά Κονανδρέα* είναι μία αληθινή ιστορία φόνου στο Κουπάκι του 1953, που συγκλόνισε το πανελλήνιο.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Τότε που η παρθενία των κοριτσιών ήταν υπόθεση όλης της οικογένειας και η οικογενειακή τιμή θέμα ύψιστης αξιοπρέπειας. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην παρουσίαση του βιβλίου, μέσα από τη συγκλονιστική ιστορία της Παναγιώτας, ζωντανεύει η ελληνική επαρχία των προπολεμικών, κατοχικών και πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, με τη συντηρητική νοοτροπία, τους ιερούς δεσμούς αίματος και την παθολογία της μικρής κοινωνίας. Ένα βιβλίο δικαίωση στη μνήμη ανθρώπων που τα γεγονότα της ζωής τους άγγιξαν τα όρια της ύπαρξής τους. Για την συγγραφή του βιβλίου ο κ. Κονανδρέας συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε πάνω από 700 σελίδες σχετικών ντοκουμέντων για την υπόθεση και πήρε πλήθος συνεντεύξεων. Το βιβλίο στην αγγλική του έκδοση (Better Dead Than Divorced: The Trial of Panayota) συγκέντρωσε τα παρακάτω βραβεία:
-Χρυσό Βραβείο Beverly Hills, Book Awards, κατηγορία True Crime, 2016
-Xρυσό Βραβείο Global Book Awards, κατηγορία True Crime, 2016
-Χρυσό Βραβείο eLit Awards, Illuminating Digital Publishing Excellence, κατηγορία True Crime, 2016
-Ασημένιο Βραβείο Readers Favorite Book Awards, κατηγορία Κοινωνικά, 2016
-Nonfiction Authors Association of America, Χάλκινο,2014
-Indie Reader,2016
-National Indie Excellence Book Award, Finalist, κατηγορία True Crime, 2016
-Kindle Book Awards, Finalist for nonfiction, 2016
Το βιβλίο έτυχε θερμής υποδοχής από τον ελληνισμό της Αμερικής και το 2015 κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση την οποία μπορείτε εύκολα να βρείτε στο διαδίκτυο ή σε βιβλιοπωλεία. Παρακάτω παρουσάζουμε το πρώτο κεφάλαιο, που έχει χρονικό φόντο την δεκαετία του '30 και την Παναγιώτα να επιστρέφει στο Κουπάκι μετά από εξέταση παρθενίας στο ιατρείο του γιατρού Ψήτα στο γειτονικό Κροκύλειο:
Κεφάλαιο 1: ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ
Από τη στιγμή που έγινε μια όμορφη νέα κοπέλα, οι μπελάδες φαίνονταν να ακολουθούν την Παναγιώτα όπου κι αν πήγαινε. Για τον πατέρα μου οι μπελάδες αυτοί είχαν συγκεκριμένο όνομα: Γιώργος Νίτσος. Γοητευτικός, κοινωνικός, γαλίφης, ο Γιώργος Νίτσος αδιαφορούσε απόλυτα για τη συντηρητική ηθική του χωριού. Ήταν ο τύπος του νεαρού που ενέπνεε τους πατεράδες να κλειδαμπαρώνουν τις κόρες τους, ο τύπος του ανθρώπου που το χαμόγελό του έλεγε κάτι ενώ τα μάτια του έλεγαν κάτι άλλο. Όταν άρχισε να ενδιαφέρεται για τη θεία μου, η Παναγιώτα δεν άργησε να γίνει θέμα κουτσομπολιού στο χωριό.
Ο Θανάσης ήταν ο συνοδός της Παναγιώτας τη νύχτα που η θεία μου αναγκάστηκε να αποκαλύψει ένα τρομερό μυστικό στην οικογένειά της. «Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε ο πατέρας μου, αφού τη βοήθησε να κατέβει από το άλογό του. Ήταν ακόμα η δεκαετία του 1930, αρκετά πριν έλθω στον κόσμο. Εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του πατέρα μου περιεργαζόταν την τρομοκρατημένη ξαδέλφη του, που ήξερε ότι σε λίγο θα άκουγε τον εξάψαλμο από την υπόλοιπη οικογένειά της. Μολονότι δεν ενέκρινε τους αψήφιστους τρόπους της Παναγιώτας, ο Θανάσης ένιωθε συμπόνια για την περίπτωσή της. Οι δυο τους μόλις είχαν επιστρέψει από το γειτονικό χωριό Κροκύλιο, όπου είχαν επισκεφθεί το ιατρείο του γιατρού Ψήτα για τη δεύτερη εξέταση παρθενίας. Τα αποτελέσματα της πρώτης εξέτασης, που είχε πραγματοποιηθεί μερικές βδομάδες πριν στο Κουπάκι, δεν ήταν καθόλου σαφή, με επακόλουθο η ξεροκέφαλη, νεαρή τότε θεία μου να ακούσει μια αυστηρή επίπληξη απ’ όλους στην οικογένεια. Αυτή τη φορά ωστόσο το πόρισμα ήταν ξεκάθαρο: δεν ήταν παρθένα.
«Ναι, είμαι έτοιμη» απάντησε νευρικά η Παναγιώτα. Ο Θανάσης ένευσε στωικά και στράφηκε για να δέσει το άλογό του έξω από το διώροφο σπίτι του Σουλιά, που ήταν όπως όλα τα σπίτια του χωριού. Πετρόκτιστα, με ένα μπαλκόνι που κοίταζε συνήθως ανατολικά, κόκκινα κεραμίδια, δύο υπνοδωμάτια, ένα ή δύο τζάκια, καθιστικό και μια κουζίνα που ήταν ξέχωρη ή κάποιες φορές μέρος του καθιστικού. Ο πρώτος όροφος ή ένα χωριστό μικρό κτίσμα δίπλα στο σπίτι, χρησιμοποιούνταν ως χώρος διατήρησης των ειδών διατροφής που οι κάτοικοι είχαν παραγάγει στα χωράφια τους ή ως χώρος για τα ζωντανά τους, όπως άλογο ή μουλάρι, μία-δύο κατσίκες, μερικές κότες και ένα γουρούνι. Νερό δεν υπήρχε μέσα στα σπίτια, ούτε ηλεκτρισμός.
Η Παναγιώτα εξαφανίστηκε στο εσωτερικό για να αντιμετωπίσει την οικογένειά της. Ο Θανάσης, ελπίζοντας να γλιτώσει την ξαδέλφη του από τα αδιάκριτα μάτια και το κουτσομπολιό του χωριού, περίμενε να πέσει το σκοτάδι προτού επιστρέψει από το Κροκύλιο. Στη διαδρομή, η Παναγιώτα είχε ομολογήσει πως είχε πράγματι κάνει έρωτα με τον Γιώργο Νίτσο και πως της άρεσε. Είχε υποσχεθεί ότι θα την παντρευόταν, κάτι που η ίδια ήθελε. Ο Θανάσης, που προσπαθούσε ακόμα να ξεπεράσει την ντροπή που είχε νιώσει στο ιατρείο, πίστευε ότι ο Γιώργος έπρεπε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του και να παντρευτεί την Παναγιώτα.
Δυστυχώς, τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να προστατεύσει την Παναγιώτα από την ίδια την οικογένειά της. Όταν ο Θανάσης ακολούθησε την ξαδέλφη του στο σπίτι, όλα τα ενήλικα μέλη των οικογενειών Σουλιά και Κονανδρέα –η μητέρα της, τα αδέλφια της, οι θείες, οι θείοι, τα ξαδέλφια της– την κοιτούσαν ανυπόμονα.
«Τι έγινε;»
Η Παναγιώτα, κοιτάζοντας τα πόδια της, μίλησε αργά και ψιθυριστά.
«Ο γιατρός είπε πως δεν είμαι παρθένα».
Ο Θανάσης βρήκε την υπερένταση ανυπόφορη. Θα την έκαναν κομματάκια και θα την πετούσαν στο ποτάμι, όπως την είχε προειδοποιήσει ένα μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας μόλις πριν από λίγες βδομάδες; Ήξερε πως η απειλή ήταν υπερβολική, αλλά ήξερε επίσης πόσο οξυμένα ήταν τα πνεύματα. Ποιος θα μιλούσε πρώτος; Η Παρασκευή, η χήρα, μητέρα της Παναγιώτας; Κάποιος από τους θείους ή τις θείες της; Κάποιος παππούς ή γιαγιά; Κάποιος ξάδελφος; Με ποιο υβρεολόγιο θα έλουζαν την έντρομη κοπέλα;
Ο Δημήτριος, ο μικρότερος αδελφός της Παναγιώτας, ήταν ο πρώτος που αντέδρασε, αλλά δυστυχώς όχι με λόγια. Άρπαξε την αδελφή του και την έσπρωξε βίαια προς το τζάκι. Η Παναγιώτα έχασε την ισορροπία της και έπεσε στα αναμμένα κάρβουνα. Ενώ ο Θανάσης και οι άλλοι άντρες έτρεχαν να συγκρατήσουν τον Δημήτριο, η Παναγιώτα σηκώθηκε ουρλιάζοντας και με τη βοήθεια των γυναικών, που τώρα χτυπούσαν τα ρούχα της, κατάφερε να σβήσει τις φλόγες. Τσουρουφλισμένη, αλλά όχι σοβαρά τραυματισμένη, η Παναγιώτα όρμησε έξω τρέχοντας, αφήνοντας πίσω της τη μυρωδιά καμένου υφάσματος.
Η Παρασκευή, ξεφωνίζοντας με τρόμο «Ω, το κορίτσι μου, το κορίτσι μου!» μόλις που ακουγόταν πάνω από τις φωνές των αντρών, οι περισσότεροι από τους οποίους εξακολουθούσαν να βρίζουν ακόμα και μετά την έξοδο της δακρυσμένης Παναγιώτας.
«Θα τον σκοτώσω τον Λινάτσα!» μούγκρισε ο Δημήτριος, οι βρισιές του οποίου εκτοξεύονταν τώρα τόσο εναντίον της αδελφής του όσο και εναντίον του καλύτερου φίλου του.
Ο Γιώργος Νίτσος, που τώρα απειλούσε να σκοτώσει ο Δημήτριος, ήταν γνωστός σε όλους στο χωριό ως Λινάτσας. Είχε αποκτήσει το παρατσούκλι του όταν πιάστηκε επ’ αυτοφώρω ενώ έκλεβε ένα αρνί που, σύμφωνα με τα όσα ακούγονταν, είχε προσπαθήσει να κρύψει σε ένα σακί από λινάτσα. Μολονότι ο ίδιος το διέψευδε, η ιστορία θα τον στοίχειωνε για πάντα.
«Γιατί άφησα το κάθαρμα να μπει στο σπίτι μου;» μούγκρισε ο Δημήτριος.
Γιος μιας οικογένειας με οκτώ παιδιά, ο Γιώργος καταγόταν από το Κουπάκι, μολονότι ο πατέρας του έλειπε για πολύ καιρό· είχε πάει στην Αμερική για να βρει δουλειά. Για ένα μικρό διάστημα στη δεκαετία του 1920 η οικογένεια Νίτσου έζησε στην Πάτρα, όπου ο πατέρας του Γιώργου, που είχε εν τω μεταξύ επιστρέψει από την Αμερική, είχε ανοίξει ένα ζαχαροπλαστείο-γαλατάδικο. Όταν όμως ο πατέρας του έφυγε ξανά για την Αμερική, παίρνοντας μαζί του μερικά από τα παιδιά του, ο Γιώργος γύρισε με μερικά από τα αδέρφια του στο Κουπάκι. Επιστρέφοντας στο χωριό του, ο Γιώργος συνδέθηκε ξανά με τον Δημήτριο, τον παλιό συμμαθητή και καλό φίλο του. Λίγο αργότερα άρχισε να φλερτάρει την Παναγιώτα και οι μπελάδες ξεκίνησαν.
«Θα τον σκοτώσω» επανέλαβε ο Δημήτριος, αλλά τώρα με λιγότερη σιγουριά και πιο χαμηλόφωνα. Καθώς μιλούσε, κοίταξε από το παράθυρο δυτικά, προς την κατεύθυνση του σπιτιού του Γιώργου, που βρισκόταν μόλις 150 μέτρα μακριά. Ευτυχώς, είχε αρχίσει να ηρεμεί. Οι γυναίκες τού ζητούσαν να σωπάσει, για να μην τον ακούσουν οι γείτονες και φουντώσει το κουτσομπολιό. Η Αγγελική, η αδελφή του Θανάση, ήταν η πρώτη που μίλησε, κοιτάζοντας επικριτικά τον Δημήτριο.
«Καταλαβαίνεις τι έκανες;»
«Δε με νοιάζει» μουρμούρισε εκείνος θυμωμένα. «Ας πάει για πάντα στο διάβολο».
«Δημήτριε, ακούς τι λες; Τι θα κάνεις αν η αδελφή σου πέσει στον γκρεμό;»
Ο Δημήτρης χλώμιασε λίγο. Μήπως είχε αρχίσει να συνέρχεται; Καθώς ο Θανάσης κοίταζε με προσοχή το στρογγυλό, αθώο πρόσωπο του νεαρού για να τον ψυχολογήσει, προσπάθησε να βάλει τον εαυτό του στη θέση του ξαδέλφου του. Πώς θα ένιωθε αν ο καλύτερος φίλος του ατίμαζε την αδελφή του; Θα ένιωθε εξαπατημένος; Προδομένος; Σίγουρα θα έβραζε από θυμό. Όλα έδειχναν πως ο Γιώργος είχε χρησιμοποιήσει τη στενή φιλία του με τον Δημήτριο για να κερδίσει την καρδιά της αδελφής του. Αν και είχαν την ίδια ηλικία, ο Δημήτριος ήταν φανερό πως θαύμαζε τον Γιώργο. Ο θαυμασμός του λειτουργούσε σαν σιωπηρό χειροκρότημα για τον Γιώργο, που θεωρούσε τη ζωή μια παράσταση. Ο Γιώργος ήταν ο φιλικός, εξωστρεφής τύπος που ήξερε τα πάντα για τη ζωή στη μεγαλούπολη, ο ετοιμόλογος νέος που μπορούσε να διηγηθεί μια φαινομενικά σοβαρή ιστορία με ανέκφραστο πρόσωπο μέχρι τη στιγμή της τελευταίας φράσης, που έκανε το ακροατήριο να διπλώνεται στα δυο από τα γέλια. Ήταν γενναιόδωρος με τους φίλους του και συχνά μοιραζόταν μαζί τους τα δολάρια που του έστελνε ο πατέρας του από την Αμερική. Τα κορίτσια του χωριού στο μεταξύ δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην παιδιάστικη γοητεία του. Δεν ήταν καθόλου φειδωλός στις φιλοφρονήσεις και συχνά έλεγε στις κοπέλες κομπλιμέντα τόσο υπερβολικά που άγγιζαν τα όρια της γελοιότητας.
«Ω, κορίτσι μου, κορίτσι μου!» συνέχισε να θρηνεί η Παρασκευή.
«Θα πάω να την βρω» είπε η Αγγελική. «Εσείς κρατήστε το στόμα σας κλειστό και μην αρχίσετε πάλι τα κλάματα και τις βρισιές. Αλλιώς ολόκληρο το χωριό θα μιλά για μας επί μήνες».
«Θέλεις φακό, Αγγελική;» ρώτησε ο Δημήτριος.
Η αδελφή του Θανάση, φανερά εκνευρισμένη, έστρεψε με απόγνωση τα μάτια της προς τον ουρανό.
«Σκέφτεσαι τα πάντα, Δημήτριε, ε;» απάντησε με μια γλυκιά αλλά ειρωνική φωνή. «Τώρα που φρόντισες για όλα τα άλλα, άσε με να πάω, μήπως και προλάβω να βρω την αδελφή σου, πριν κάνει καμιά τρέλα και σκοτωθεί πουθενά». Και με τούτα τα λόγια η Αγγελική βγήκε στο σκοτάδι.
Πριν αρχίσει την αναζήτηση της Παναγιώτας, η Αγγελική σκέφτηκε όλα τα μέρη όπου η απελπισμένη κοπέλα θα μπορούσε να βρει καταφύγιο. Κάθε χωριό είχε σημεία όπου πήγαινε ο καθένας όταν ήθελε να μείνει μόνος, και η Αγγελική ήξερε λίγο πολύ πού μπορεί να είχε καταφύγει η Παναγιώτα. Θα ξεκινούσε από την πηγή του Μότσου, που αντιλαλούσε από κουτσομπολιά και ενεργητικότητα στη διάρκεια της μέρας αλλά που ήταν ένα κατανυκτικό, γαλήνιο καταφύγιο το βράδυ. Βρισκόταν κοντά στο σπίτι της Παναγιώτας, κοντά στη δουλειά της και αναμφισβήτητα προσέφερε αρκετές κρυψώνες κάτω από τα κλαδιά των δέντρων. Πρώτα όμως έπρεπε να συνέλθει. Ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό ενός γέρικου πλάτανου και περίμενε να ηρεμήσει η αναπνοή της και να εξοικειωθούν τα μάτια της με το σκοτάδι, προτού ξεκινήσει το ψάξιμο.
Ο θρήνος της Παρασκευής «Ω, κορίτσι μου, κορίτσι μου!» αντηχούσε ακόμη στα αυτιά της Αγγελικής. Πριν από λίγο καιρό η Παναγιώτα ήταν μια αθώα κοπέλα που δούλευε σκληρά στο σχολείο και στο σπίτι. Πάντα περιποιημένη, πάντα καλοντυμένη, πάντα γελαστή και με καλή αίσθηση του χιούμορ. Πολλοί στο χωριό την έλεγαν τσαχπίνα. Τώρα κρυβόταν στο σκοτάδι, μια κηλίδα στην τιμή της οικογένειάς της.
Η Αγγελική αφουγκράστηκε προσεκτικά για να ξεχωρίσει μια ανάσα ή έναν λυγμό που θα την οδηγούσε στην ξαδέλφη της. Πριν περάσει πολλή ώρα, άκουσε βήματα να πλησιάζουν προς το μέρος της. Ακούγονταν πολύ βαριά για να ανήκουν στην Παναγιώτα, που ήταν μικρόσωμη, λεπτή και ανάλαφρη· ήταν ο βαρύς βηματισμός ενός άντρα. Η καρδιά της αναπήδησε με τη σκέψη ότι θα την έβλεπαν έξω τη νύχτα χωρίς άντρα συνοδό και χωρίς κανάτα. Ποια τρέλα την είχε σπρώξει σε αυτή την περιπέτεια; Γιατί δεν είχε ζητήσει από τον αδελφό της, τον Θανάση, ή έστω από κάποιον άλλο από τους άντρες της οικογένειας, να αναζητήσουν την Παναγιώτα; Ήξερε πως η απάντηση ήταν απλή: η ξαδέλφη της θα εμπιστευόταν πιο εύκολα εκείνη.
Όταν ο άντρας πλησίασε σε απόσταση λίγων μέτρων, η Αγγελική αναστέναξε με ανακούφιση. Ήταν ο Δημήτριος.
«Ε!» ψιθύρισε.
Ο ξάδελφός της άφησε μια κραυγή τρόμου πιάνοντας το στήθος του. Μετά, αφού άφησε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα για να ηρεμήσει, ακούμπησε στον πλάτανο δίπλα στην Αγγελική. Την ίδια στιγμή ξεκίνησε έναν πεντάλεπτο μονόλογο που περιλάμβανε όλες τις γνωστές βρισιές της ελληνικής γλώσσας. Η Αγγελική περίμενε υπομονετικά να τελειώσει.
«Δε νομίζεις πως αρκετά έκανες;» τον μάλωσε. «Αν η Παναγιώτα βρίσκεται κάπου κοντά, είσαι ο τελευταίος που θα θέλει να δει. Κάνε μου τη χάρη να γυρίσεις σπίτι».
Προς μεγάλη ανακούφιση της Αγγελικής, ο Δημήτριος υπάκουσε χωρίς να φέρει καμιά αντίρρηση. Αμέσως μόλις απομακρύνθηκε, η Αγγελική έκανε μερικά διστακτικά βήματα, όσα χρειάζονταν για να ξεμακρύνει από το θόρυβο που έκανε το νερό της πηγής. Στη συνέχεια, χωρίς να μιλήσει, επειδή η φωνή της θα αναγνωριζόταν αμέσως από τους γείτονες, σφύριξε σιγανά, μιμούμενη τον ήχο του αηδονιού, και περίμενε.
***
* Ο Λουκάς Αθανασίου Κονανδρέας είναι γιατρός, και γεννήθηκε στο Κουπάκι Φωκίδας. Είναι ένα από τα τέσσαρα παιδιά του Θανάση και της Πολυξένης Κονανδρέα. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Ζωγράφου και στην συνέχεια σπούδασε Ιατρική στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία και την άσκησή του σε «αγροτικό ιατρείο» μετανάστεψε στον Καναδά και στις ΗΠΑ για μετεκπαίδευση στην Ιατρική (Τορόντο, Σικάγο και Καλιφόρνια). Άσκησε επείγουσα ιατρική σε διάφορα νοσοκομεία της Καλιφόρνιας και στη συνέχεια μετακόμισε στο Κονέτικατ, όπου οργάνωσε και διευθύνει μέχρι σήμερα ένα ιατρικό κέντρο επειγόντων περιστατικών. Είναι παντρεμένος με τη Γεωργία, η οποία είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας και έχουν δυο γιους.