της Ιωάννας Καίσαρη *
Στα μέσα του Ιούνη ξεκινούσε πάντοτε το δεύτερο μισό του χρόνου για εμάς. Εκεί γύρω στις 15 του μηνός έπρεπε να πακετάρουμε με γρήγορους ρυθμούς τα πράγματα μας γιατί η γιαγιά και ο παππούς είχαν ήδη ανέβει και μας περίμεναν. Έμαθα μεγαλώνοντας ότι κανείς δεν θέλει να είναι στην αναμονή, ανθρώπων και αδιέξοδων καταστάσεων, και έτσι κατάλαβα το λόγο που αδημονούσαν να δουν το αμάξι στη στροφή της Αγίας Παρασκευής. Το σπίτι μας στο χωριό είναι πέτρινο, χτισμένο από τον ίδιο τον παππού μου και γεμάτο ζωή αφού είμαστε 8 τα εγγόνια, έτσι που τα καλοκαίρια μας εκεί ήταν πάντοτε τόσο δροσερά όσο γεμάτα ζεστασιά. Από το μπαλκόνι έχει θέα κατά μήκος όλου του δρόμου που οδηγεί από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο σχολείο και το άγαλμα του Μακρυγιάννη και έτσι όποτε ήμαστε στην αναμονή επισκέψεων από την Αθήνα στεκόμασταν στο μπαλκόνι και παρατηρούσαμε τα αυτοκίνητα που διέρχονταν από εκεί. Είχαμε και κιάλια και τσακωνόμασταν ποιος θα τα πρωτοπάρει για να δει τους επισκέπτες να μπαίνουν στο χωριό μας. Μάλιστα πόσο τυχερός ήταν αυτός που ερχόταν, η γιαγιά θα είχε ετοιμάσει τα καλύτερα φαγητά να τον φιλέψει και ο παππούς θα είχε περιποιηθεί το σπίτι με τον καλύτερο τρόπο.
Κάπως έτσι ήταν και όταν έρχονταν οι φίλοι μας. Οι φίλοι μας από το χωριό δεν ήταν μία ακόμη παρέα που είχαμε, ήταν θεσμός και όπως κάθε αξία θεμελιωμένη όφειλε να παραμείνει αλώβητη στον χρόνο. Τα τελευταία καλοκαίρια που θυμάμαι, τελείωνα το γυμνάσιο τότε, είχαμε ήδη μειώσει το διάστημα που ανεβαίναμε στο χωριό από 2 μήνες σε μισό. Το καλό ήταν ότι και πάλι προλαβαίναμε τα καλοκαιρινά πάρτι γενεθλίων που οργάνωναν όσοι από εμάς γιόρταζαν τέλη Ιουλίου μέχρι και Δεκαπενταύγουστο. Το άσχημο ήταν πως είχαμε αρχίσει να αραιώνουμε, άλλος είχε πιάσει δουλειά, άλλος προτιμούσε το νησί ενώ υπήρχαν και εκείνοι που σταματούσαν να έρχονται γιατί δεν είχαν πια κάποιον δικό τους άνθρωπο να τους περιμένει.
Ατελείωτες ώρες κρυφτού, ξέφρενοι χοροί στα πανηγύρια τα δικά μας και των γειτονικών χωριών, αθλητικές εκδηλώσεις προς τιμή του Μακρυγιάννη, ετοιμασίες θεατρικών παραστάσεων και πάρτι στη ντισκοτέκ συρρικνώνονταν σε ένα δεκαπενθήμερο. Η ομορφιά του χωριού μας είναι μαγευτική και όταν οι δρόμοι του γεμίζουν από ζωή ακτινοβολεί προς κάθε άλλο χωριό των Βαρδουσίων. Τα «Μακρυγιάννεια» είναι οι εκδηλώσεις που γίνονται κάθε 4 χρόνια στο χωριό μας και προσελκύουν τον περισσότερο κόσμο. Μουσικές και αθλητικές εκδηλώσεις, δημιουργικά εργαστήρια και παζάρια δίνουν ραντεβού το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου και είναι εκεί για να μοιράσουν ευχάριστα συναισθήματα αλλά και επαίνους, μετάλλια και διακρίσεις. Όλοι οι Κροκυλιώτες είμαστε τόσο περήφανοι για αυτά που πάντα προσκαλούμε γνωστούς και φίλους να μας επισκεφθούν στο χωριό εκείνες τις μέρες.
Στην πραγματικότητα, εμείς οι νέοι δεν περιμέναμε τα «Μακρυγιάννεια» για να περάσουμε τα καλύτερα καλοκαίρια μας αφού το καλοκαίρι στο χωριό ήταν από μόνο του η περίοδος του χρόνου που προσμέναμε με ανυπομονησία. Εμείς πολλές φορές διοργανώναμε και μόνοι μας αθλητικά κύπελλα και πάρτι που συμμετείχαν και τα γειτονικά χωριά, αλλά κατά κύριο λόγο, όλοι ήθελαν να βρίσκονται στη ντισκοτέκ μας τα βράδια του Αυγούστου. Η μουσική ξεκινούσε από νωρίς το βραδύ, όμως ανάλογα την ημέρα πηγαίναμε από το απόγευμα και βλέπαμε ταινία στο μεγάλο άσπρο πανί, στο σινεμά μας κάτω από τα άστρα, και αφού ήταν καλοκαιράκι προμηθευόμασταν παγωτά και κρύα ροφήματα από το ξενοδοχείο στην πλατεία.
Τα χρόνια μας περνούσαν μετρώντας καλοκαίρια, μέχρι που οι μέρες που συναντιόμασταν ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Σήμερα τολμάει κανείς να πει ότι η αντίστροφη μέτρηση έχει τελειώσει, είμαστε στο μηδέν, έχουμε να δούμε τους φίλους από το χωριό πολλά καλοκαίρια, για διάφορους λόγους. Η ζωή στην πόλη έχει γίνει τόσο κουραστική, απαιτητική και τρέχει με γρήγορους ρυθμούς, έτσι που έρχεται σε αντιπαράθεση με τη γαλήνη και τη ξεγνοιασιά του χωριού, και σε τέτοιο βαθμό που την κατασπαράζει. Μάλιστα αυτό είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε όλα τα χωριά του τόπου μας και ο καθένας ρίχνει το φταίξιμο άλλου. Όμως ρίχνοντας το φταίξιμο κάθε φορά και σε άλλο παράγοντα, πέρα από το ότι κάποια στιγμή στατιστικά θα πετύχουμε και αυτόν που θα έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης, δεν καταφέρνουμε παρά να δίνουμε ζωή σ’ αυτήν την τάση να μην επισκεπτόμαστε τα χωριά μας πια.
Ναι, η αντίστροφη μέτρηση έχει τελειώσει, η κλεψύδρα έχει γυρίσει, όμως είναι στο χέρι μας να ξανά αρχίσουμε τον δρόμο προς τον κορυφή. Θα κάνουμε και στάσεις να ξαποστάσουμε, θα έχουμε και αμφιβολίες αν μπορούμε να πάμε τόσο ψηλά, άλλα θα κοιτάμε εκεί που θέλουμε να πάμε…και θα βαδίζουμε όλοι μαζί…
«Είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί»
***
* Η Ιωάννα Καίσαρη είναι κόρη του Γρηγόρη Καίσαρη και της Γεωργίας Ράπτη και σπουδάζει Ιατρική στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η παραπάνω έκθεση αποτέλεσε μέρος της αίτησης που έκανε για την οικονομική ενίσχυση του Ιδρύματος Μακρυκώστα για το ακαδημαϊκό έτος 2021-22, την οποία και τελικά κέρδισε.
Η φωτογραφία του Λιβαδιού (παλιάς ντισκοτέκ) που συνοδεύει το κείμενο είναι του συγχωριανού μας φωτογράφου Θωμά Μπαχτζόγλου