Λαογραφικά
Πασχαλιάτικα
26/04/2021
Η θειά Όλγα κοσκίνιζε αλεύρι για να ζυμώσει. Η κόρη της, η Δήμητρα, σύμπαγε τη φωτιά αλλά ο νους της ήταν στη μάνα. Κάποια στιγμή σα να το αποφάσισε:
- «Μάνα, να πάμε φέτος να ειπούμε του Λάζαρου;».
- «Ποιοι θα πάτε;»
- «Ιγώ, η Μαίρη, η Χρυσάνθ’ κι η Κούλα».
- «Καλά θα το ειπώ του πατέρα σ’ και θα ειδούμε».
Τελικά η έγκριση δόθηκε. Ένα απόγευμα μαζεύτηκαν τα τέσσερα κορίτσια για να οργανώσουν το Λάζαρο. Κατ’ αρχήν έπρεπε να βρουν και να ορίσουν «το φλαχτή». Ήταν ένας άνδρας που συνόδευε τα κορίτσια και κράταγε και το στολισμένο καλάθι που έβαναν μέσα οι νοικοκυραίοι το φιλοδώρημα από αβγά.
-«Τι λέτε, να ρωτήσουμε το Γιώργου;».
- «Εντάξει, του το ‘φερα ιγώ από ‘ξω,από ‘ξω, δε νομίζω να πει όχι».
- «Καλά, ρώτησε η Δήμητρα, θα πάμε μοναχά στο χουριό ή θα πάμε και σε κανένα άλλο χουριό;».
- «Ιγώ λέου να πάμε και στ’ Αλποχώρ’», είπε η Μαίρη που είχε συγγενείς εκεί.
- «Ουραία την Πέμπτη θα μαζευτούμε να στολίσουμε το καλάθ’», είπε η Μαίρη. «Ιγώ έχω καριοφύλλ’, μόσκου και κρίνα έχει στου μπάρμπα-Γιάννη».
- «Τώρα μένει να κανονίσουμε από πού θ’ αρχίσουμε. Απ’ το Αλποχώρ’ ή απ’ το χουριό».
- «Καλύτερα ν’ αρχίσουμε απ’ το Αλποχώρ’ για να χουμε τη μέρα μπροστά μας για του χουριό που είναι μεγαλύτερου».

Παρασκευή πρωί, την προηγούμενη απ’ του Λάζαρου, ώρα επτά στη Μεγάλη Βρύση. Τα τέσσερα Λαζαρούδια μαζεύτηκαν μαζί και ο φλαχτής και ξεκίνησαν για το Αλποχώρι. Φόραγαν άσπρα μαντήλια, κόκκινες σάλπες και μαύρες φούστες. Είχαν μεγάλες προσδοκίες απ’ το Αλποχώρι. Η πληρωμή για τα κάλαντα ήταν εκτός από λεφτά και αβγά στο λουλουδοστολισμένο καλάθι που κράταγε ο φλαχτής. Το Αλποχώρι είχε καλή πτηνοτροφία. Όποιος ήθελε κλωσόπουλα στο Αλποχώρι πήγαινε. Περίμεναν λοιπόν καλή αβγοσυγκομιδή. Όταν όμως έφτασαν άκουσαν να χτυπάει η καμπάνα. Είχε πεθάνει κάποιος.
- «Μωρέ, σήμερα βρήκε να πεθάν’;» παραπονέθηκε η Χρυσάνθη.
Τα κορίτσια βρίσκονταν σε αμηχανία Τότε η Μαίρη λέει. «Πάμε στη θειά μ’». Είχε συγγενείς εκεί. Όταν έφτασαν βγήκε η θειά και προσκάλεσε μέσα το συγκρότημα. Τα κορίτσια άρχισαν να απαγγέλουν:
«Εδώ σε τούτες τις αυλές τις μαρμαροχτισμένες,
εδώ έμπαινε, εδώ έβγαινε μια άσπρη περιστέρα…».
Είπαν αυτό το τραγούδι γιατί το σπίτι είχε ανύπαντρη κοπέλα. Η θεία της Μαίρης έβαλε στο καλάθι έξι αβγά. Μετά βγήκε η δίπλα γειτόνισσα και προσκάλεσε τα κορίτσια. Τα λαζαρούδια
μπήκαν. Η γειτόνισσα είχε μικρά παιδάκια. Εδώ τραγούδησαν:
«Κυρά μου συγκαλότυχη με γιούς με θυγατέρες.
Στέλνεις το γιο στα γράμματα την κόρη στα πλουμπίδια.».
Μπήκαν άλλα πέντε-έξι αβγά στο καλάθι του φλαχτή. Τελικά ο ένας με τον άλλο «ελάτε κι από ‘δώ» τα λαζαρούδια έφυγαν απ’ το Αλποχώρι με μισό καλάθι αβγά, παρά την ατυχία με το θάνατο του χωριανού.
Κατά τις έντεκα τα λαζαρούδια ήταν πίσω στο χωριό και άρχισαν τη γύρα. Πήγαν στο σπίτι της Μήτραινας. Εκεί που έλεγαν το Λάζαρο η Μαίρη άρχισε να γελάει μουλωχτά. Οι άλλες την κοίταξαν παράξενα. Όταν βγήκαν τους εξήγησε ότι βλεπόταν σ’ ένα παλιό καθρέφτη που είχε η θειά η Μήτραινα που δεν ήταν ίσιος και η Μαίρη έβλεπε τον εαυτό της παραμορφωμένο.
Αργά το απόγευμα μαζεύτηκαν τα κορίτσια στο σπίτι της Δήμητρας και μοίρασαν τ’ αβγά και τα λεφτά.

Την άλλη μέρα ήταν του Λάζαρου. Το απόγευμα ο Μήτρος και ο Θόδωρος, επίτροπος ο ένας, νεωκόρος ο άλλος, πήραν τα κλαδευτήρια και τα ψαλίδια τους και πήγαν πίσω στ’ Αη-Δήμα στην πλατεία κι άρχισαν να κόβουν μικρά κλαδιά από τη βάγια που ήταν εκεί. Έκοψαν αρκετή ποσότητα γιατί περίμεναν αρκετούς την άλλη μέρα, Κυριακή των Βαΐων. Παλιότερα τα βάγια τα έφερνε ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Το έθιμο αυτό είχε ατονήσει και γι’ αυτό τα βάγια τα έκοβε ο επίτροπος και ο νεωκόρος. Τα κομμένα τα έβαλαν σ’ ένα καλάθι, τα πατίκωσαν λίγο, τα πήγαν μέσα στην εκκλησία και τα έβαλαν πάνω στο τραπέζι που είχαν βάλει στη μέση του ναού.

Την άλλη μέρα, Κυριακή των Βαΐων, ο ιερέας έψαλε μια ευχή και ευλόγησε τα βάγια. Στο τέλος της λειτουργίας μοιράστηκαν στους χωριανούς. Ο κάθε χωριανός έπαιρνε τα βάγια στο σπίτι και έβαζε ένα κλαδάκι στο εικόνισμα και ότι περίσσευε το χρησιμοποιούσαν σαν μυριστικό στο (σπάνιο) στιφάδο, μπριάνι και πιο συχνά στις φακές.

Μετά άρχιζε η Μεγάλη Βδομάδα. Η Μεγάλη Δευτέρα και Τρίτη διέφεραν μόνο ως προς την προσμονή για τους διάφορους εορτασμούς μέχρι το Πάσχα. Την ίδια εποχή ερχόταν συνήθως το ασυνόδευτο καλάθι από τα συγγένεια στην Αθήνα με τις δυό-τρείς κουλούρες άσπρο ψωμί και τη πασχαλιάτικη κάρτα.

Η μυρουδιά του Πάσχα άρχιζε τη Μεγάλη Τετάρτη με το Μεγάλο Ευχέλαιο. Πάνω σ’ ένα τραπέζι, στη μέση της εκκλησίας, τοποθετούσαν ένα καντήλι με ξύδι και λάδι. Ο ιερέας έβανε απ’ το καντήλι λάδι στα χέρια και το μέτωπο των χωριανών. Το καντήλι αυτό το χρησιμοποιούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη στη Σταύρωση, και μετά το τοποθετούσαν στο ιερό απ’ όπου προερχόταν το φως της Αναστάσεως το βράδυ της Ανάστασης.

Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί ο Θόδωρος ο νεωκόρος και ο Βάκος το παπαδάκι ήταν μέσα στο ιερό πίσω από την Αγία Τράπεζα μπροστά από το σταυρό. Ο νεωκόρος έλεγε στο Βάκο: «Όταν σηκώσω το σταυρό να πάρεις τη βάση και να ‘ρθεις κοντά». Βγήκαν και οι δυο έξω και έστησαν το σταυρό στη βάση του στη μέση της εκκλησίας. Το σώμα του Χριστού το είχε ξεκρεμάσει και το είχε πάνω σ’ ένα τραπέζι στο ιερό τυλιγμένο μ’ ένα σεντόνι. Στο σπίτι το ίδιο πρωί η θειά η Παναϊού έβαλε αλεύρι, αυγά και γλύνα και άρχισε να ζυμώνει κουλούρια. Ήταν το μόνο γλυκό της περιόδου. Σπανιότερα έφτιαναν και μπακλαβά.
Το βράδυ η εκκλησία γέμισε. Άρχισαν τα Ευαγγέλια. Όταν τελείωσε το πέμπτο Ευαγγέλιο ο ιερέας μπήκε στο ιερό. Το εκκλησίασμα είχε ησυχάσει και περίμενε με προσμονή. Ξαφνικά παρουσιάζεται ο ιερέας στην αριστερή Πύλη κρατώντας το σώμα του Εσταυρωμένου και ψέλνοντας δυνατά και με πάθος: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και κρέμασε το σώμα του Χριστού στο σταυρό. Ο ιερέας συνέχισε με δυνατή φωνή: «Προσκυνούμεν τα πάθη Σου Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου Ανάστασην». Μετά η λειτουργία συνεχίστηκε με τα υπόλοιπα Ευαγγέλια.

Η άλλη μέρα ήταν η Μεγάλη Παρασκευή. Η τελευταία μέρα για πολλά αρνάκια και κατσικάκια που χωρίς να το γνωρίζουν και ίσως να το θέλουν έπαιρναν μέρος στον εορτασμό για την Ανάσταση του Κυρίου.
Η Αποκαθήλωση γινόταν κατά τις εννιά το πρωί. Από τις επτά περίπου μέχρι τις εννιά ο Βάκος είχε κανονίσει με το φίλο του τον Πάνο να πουν τα κάλαντα. Από την προηγούμενη είχαν στολίσει ένα καλάθι με μόσχο, καριοφύλι και κρίνα. Με το καλάθι αυτό κρατώντας το ο καθένας από ένα χέρι γύρισαν όσα σπίτια πρόλαβαν ως τις εννιά. Στα σπίτια που τους έβαναν μέσα απάγγελναν με βαρύγδουπο ύφος:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…».
Η πληρωμή ήταν όπως και στα λαζαρούδια, αβγά και λεφτά. Όχι όμως τόσα όσα του Λάζαρου. Λίγο πριν τις εννιά μοίρασαν βιαστικά τα κέρδη και ο Βάκος έφυγε σφαίρα για την Αποκαθήλωση, ως παπαδάκι που ήταν, γιατί ο παπάς ήταν αυστηρός. Τελικά όμως δεν υπήρξε πρόβλημα γιατί η Αποκαθήλωση έγινε το μεσημέρι ώστε να προλάβουν οι γυναίκες να στολίσουν τον Επιτάφιο.
Στο μεταξύ ο Βάκος μαζί με τα άλλα παιδιά έπρεπε να φέρουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Στις κολώνες έβαζαν ανθισμένα ρείκια που τα είχε φέρει ο Γιώργος κι ο Χαραλάμπης με το γάιδαρο την προηγουμένη από την Αγία Παρασκευή. Tα ρείκια τα συμπλήρωναν με κρίνα. Ο Βάκος και τ’ άλλα παιδιά έφερναν ανθισμένες κουτσουπιές και πρασινάδες. Δεν υπήρχαν άλλα λουλούδια. Ήταν νωρίς την άνοιξη και τα λουλούδια δεν είχαν ανοίξει ακόμα. Τα λουλούδια αυτά τα διάλεγαν οι γυναίκες και τα πέρναγαν σε κλωστή φτιάχνοντας γιρλάντες.

Τα κρίνα του Πάσχα

Ο Βάκος όμως είχε και το νου του στην καμπάνα. Τη Μεγάλη Παρασκευή βάραγαν πένθιμα όλη μέρα οι μεγάλες καμπάνες. Ήταν ευκαιρία για τα παιδιά να βαρέσουν την καμπάνα. Ο Βάκος είχε κανονίσει με το νεωκόρο να τον αφήσει να βαρέσει. Τελικά ανέβηκε τη σιδερόδετη σκάλα με τα άρβυλα του με την προκαδούρα που ‘καναν ίδιο θόρυβο με την καμπάνα. Στο τέλος όμως, όπως ήταν επόμενο, ο Βάκος θύμωσε γιατί δεν τον άφησε ο νεωκόρος, ο Θόδωρος, να βαράει όσο ήθελε. Εξάλλου είχε έρθει η ώρα της Αποκαθήλωσης. Το σώμα του Χριστού τυλίχτηκε σε ένα λευκό σεντόνι και αποτέθηκε στο ιερό. Ο Σταυρός μπήκε κι αυτός στη θέση του πίσω από την Αγία Τράπεζα. Θα έμενε χωρίς το Σώμα μέχρι την Ανάληψη. Οι καμπάνες βάραγαν πένθιμα προς λύπη του Βάκου που δεν μπορούσε να συμμετέχει αφού ήταν στην Αποκαθήλωση.
Το βράδυ η εκκλησία πνίγηκε από τον κόσμο. Μαζεύτηκε όλο το χωριό με κεριά αναμμένα. Στο καμπαναριό ο νεωκόρος βάραγε πένθιμα την καμπάνα. Ήταν μόνος. Τώρα ήταν νύχτα και ήταν επικίνδυνο για τα παιδιά. Μέσα ο κυρ-Θόδωρος είχε φτιάσει δυο χορωδίες από παιδιά μία για αριστερά και μία για δεξιά. Κάθε παιδί είχε ένα βιβλιαράκι με σημαδεμένα τα λόγια που έπρεπε να πουν. Ήρθε η αναμενόμενη στιγμή: «Η Ζωή εν Τάφω κατετέθης Χριστέ…» μετά πήγαν στο «Άξιον Εστί…» και στο «Αι Γενεαί Πάσαι». Μάλιστα την προηγούμενη μέρα ο Θανάσης είχε πει στον κυρ-Θόδωρο:
- «Κυρ-Θόδωρε εμένα δε μ’ έβαλες στη χορωδία».
- « Και ξέρεις να ψέλνεις ρε Θανάση;».
- «Πώς δεν ξέρω. Αι Γενεαί πάσες…».
Η ακολουθία αυτή ανέβαζε το συναίσθημα γιατί συμμετείχαν πολλοί χωριανοί. Μετά έβγαιναν έξω και γινόταν η περιφορά του Επιταφίου γύρω από την εκκλησία. Από μακριά ήταν ένας χείμαρρος από φλόγες κεριών που σταμάταγε σε κάθε γύρο και ο ιερέας έψελνε «Έτι δεόμεθα …» και οι ψάλτες «Κύριε ελέησον…». Στην τρίτη στροφή η πομπή σταματάει μπροστά στην κλειστή πόρτα της εκκλησίας. Οι καμπάνες συνέχιζαν να βαράνε πένθιμα. Ο ιερέας με δυνατή στεντόρεια φωνή έδινε το πρόσταγμα, ενώ το πλήθος των πιστών κράταγε την αναπνοή του. «Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών επάρθητε πύλαι αιώνιαι και εισελεύσηται ο Βασιλεύς της δόξης». Η φωνή από μέσα: «Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;». Την τρίτη φορά ο ιερέας άνοιγε την πόρτα με μια κλωτσιά. Ο άνθρωπος από μέσα έπρεπε να τραβηχτεί για να μη φάει τη πόρτα στα μούτρα. «Κύριος κραταιός και δυνατός ούτος εστίν ο Βασιλεύς της δόξης». Οι μεταφορείς του Επιταφίου τον σήκωναν όσο πιο ψηλά μπορούσαν και οι χωριανοί έμπαιναν ξανά στην εκκλησία περνώντας κάτω από τον Επιτάφιο.

Το Μεγάλο Σάββατο γινόταν η μικρή Ανάσταση και μεταλάβαιναν αυτοί που νήστεψαν. Ακόμα το Μεγάλο Σάββατο πέθαιναν και τα τελευταία αρνοκάτσικα της χρονιάς εκείνης. Μετά άρχιζε η προσμονή για την Ανάσταση. Κατά τις έντεκα το βράδυ βάραγε η καμπάνα. Απ’ όλα τα μέρη του χωριού άρχιζε να δημιουργείται ροή προς την εκκλησία. Κατά τις εντεκάμιση υπήρχε το αδιαχώρητο στην εκκλησία. Κανένα δεκάλεπτο πριν τις δώδεκα ο ιερέας άναβε το τρίκερο από το καντήλι του Μεγάλου Ευχελαίου. Τα πολλά φώτα είχαν σβήσει και η προσμονή του κόσμου είχε φτάσει στα ύψη.
Ξαφνικά: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός…». Αρχίζει η διαδικασία του ανάμματος των κεριών. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας επειδή ο κόσμος ήταν στριμωγμένος το πειραχτήρι ο Τάκης έπαιρνε ένα ειρωνικό ύφος και ψιθύριζε γύρω του: «Μυρίζ’ σκρούμπου». Σκρούμπος είναι η μυρωδιά του καμένου υφάσματος. Μόλις άναβαν τα κεριά το πλήθος άρχισε να βγαίνει έξω εκεί κατά τ’ Αη-Δήμα. Μετά το «Διαγενομένου του Σαββάτου» ξαφνικά «Χριστός Ανέστη». Οι καμπάνες πήγαιναν να σπάσουν. «Αυτή ημέρα ην εποίει ο Κύριος, αγαλλιασόμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».
Μόλις τελείωσαν αυτά ο ανθρώπινος χείμαρρος ξάνοιγε προς τα σπίτια του χωριού. Λίγοι έμεναν στη συνέχεια της λειτουργίας που τράβαγε ως τις δυόμιση το πρωί. Οι υπόλοιποι γύρναγαν στο σπίτι και έτρωγαν τηγανιτή συκωταριά και κόκκινα αβγά με κόκκινο κρασί. Ο Βάκος πέρναγε τη χειρότερη ώρα των εορτασμών. Ήτανε βλέπετε παπαδάκι και δυστυχώς έπρεπε να μείνει ως το τέλος της λειτουργίας. Όταν γύρισε όλοι είχαν κοιμηθεί και το ίδιο έκανε κι ο Βάκος.

Νωρίς το πρωί άρχισαν σιγά-σιγά ν’ ανάβουν οι φωτιές κατά τις δέκα όλα τα σπίτια είχαν βάλει τα αρνιά να γυρίζουν. Τα κοκορέτσια είχαν μπει λίγο πρωτύτερα για να υπάρχει μεζές.

Οι φωτιές αρχίζουν ν' ανάβουν

Οι πρώτοι-πρώτοι μεζέδες ήταν τυρί και αβγά. Στο χωριό κάθε σπίτι ή το πολύ δυο-τρία γειτονικά ή συγγενικά μαζεύονταν και έψηναν μαζί. Δεν το είχαν έθιμο να μαζεύεται όλο το χωριό μαζί. Κατά τις πέντε το απόγευμα γινόταν η αγάπη που κράταγε καμιά ώρα και ψέλνονταν τα αναστάσιμα: «Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον. Πάσχα πανσεβάσμιον». Στο τέλος γινόταν περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως που την ασπάζονται όλοι οι πιστοί. Μετά οι χωριανοί έβγαιναν στην πλατεία και αναλάμβανε ο μπάρμπα-Γιάννης με το κλαρίνο του. Γινόταν χορός στην πλατεία.

Την άλλη μέρα δεν ήταν τ’ Αη-Γιωργιού και το πρόγραμμα είχε ανάβαση, λειτουργία και γλέντι στην Παναγία. Το πρωί άρχιζε η ανάβαση με τα μουλάρια φορτωμένα τσόλια, κρέας, πίτες, κρασί και παιδιά. Ο Βάκος είχε πάει πρωί- πρωί με τον παπά και το κυπρέικο γαϊδούρι του. Τη λειτουργία την παρακολουθούσε όλος ο κόσμος. Δεν πήγαιναν μόνο για χορό. Η λειτουργία κράταγε δυόμιση ώρες. Μετά στρώνονταν παρέες- παρέες στα τσόλια που είχαν φέρει. Απάνω έβαναν το κρέας που είχε περισσέψει από την προηγούμενη καθώς και πίτες. Κρασί ντόπιο. Οι παρέες κέρναγαν η μια την άλλη. Έστελναν μεζέ πάνω σ’ ένα πιρούνι μ’ ένα ποτήρι κρασί. Μερικοί αμόλαγαν και το γαϊδούρι που πέρναγε πάνω από τα τσόλια με τα φαγητά.

Τα κοκορέτσια βγαίνουν απ’ τη φωτιά

Μετά άρχιζε ο χορός με τα όργανα που κράταγε ως τις τέσσερις το απόγευμα. Μετά σχηματιζόταν καραβάνι στον κατήφορο προς το χωριό. Το τραγούδι συνεχιζόταν στην κατάβαση. Οι κα-
λοί τραγουδιστές πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο τραγούδαγαν: «Κάξα καρακάξα…» κι άλλα τέτοια.

Εδώ τελείωνε ο εορτασμός του Πάσχα με μια μικρή τελευταία στάση στην Τούρλα, στους πρόποδες της Παναγίας, για ένα τελευταίο χορό.

Παρασκευάς Μπακαρέζος

Βοήθησαν με διηγήσεις:
Δήμητρα Γ. Μπακαρέζου και Γεώργιος Μ. Μπρούμας