Τυχαία κάποια στιγμή, έπεσε στα χέρια του Υποστράτηγου Χωρ/κής ε.α. κ. Αναστ. Χαλιούλια, ένα φύλλο της εφημερίδας “Το Κροκύλειο” που είχε σαν αποτέλεσμα να αναπολήσει τους λίγους μήνες του 1955 που υπηρέτησε στο Κροκύλειο. Κατέγραψε τις αναμνήσεις του και τις απέστειλε στον τότε πρόεδρο του Συλλόγου Κροκυλιωτών κ. Παρασκευά Μπακαρέζο με τίτλο ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΚΑΙ…ΑΞΕΧΑΣΤΑ. Το παρακάτω κείμενό του είναι μία γλυκιά αναδρομή στο διάστημα που έζησε "στο όμορφο και ιστορικό Κροκύλειο με τους ευγενείς και φιλόνομους κατοίκους":
Αρχές Μαΐου 1955, μετατέθηκα από τη Δ.Χ. Αμφίσσης στο Σ.Χ. Κροκυλείου, ως Διοικητής αυτού. Είχα το βαθμό του Ενωμοτάρχου.Θυμάμαι ότι έφθασα στο Κροκύλειο, τη γενέτειρα του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη με το φορτοεπιβατικό αυτοκίνητο της γραμμής. Ο Σταθμός Χωροφυλακής στεγαζόταν, τότε, σε ένα παλιό διώροφο σπίτι στην πλατεία Αγ. Γεωργίου. Τη νύκτα έμεινα άγρυπνος γιατί τα ποντίκια έκαναν συναυλία στον μεσότοιχο από τσατμά. Το πρωί διαπίστωσα ότι ο μεσότοιχος ήταν κούφιος και καλυπτόταν από μπλέ ξεθωριασμένες κόλλες. Την άλλη ημέρα με τους χωροφύλακες και τη βοήθεια ενός σοβατζή επισκευάσαμε το μεσότοιχο και ασβεστοχρίσαμε το οίκημα δύο φορές με ασβέστη και άμμο που δανειστήκαμε από την Εκκλησία με την άδεια του Παπακρίτσα. Το οίκημα έλαμψε από καθαριότητα.
Ένα μεσημέρι, καθώς βάδιζα στο κεντρικό δρόμο του χωριού, δέχτηκα το χαιρετισμό “χαίρετε κύριε Αστυνόμε” από μια ομάδα μαθητών που έρχονταν από το Σχολείο. Ανταπέδωσα το χαιρετισμό. Το βράδυ συνάντησα το δάσκαλο Λάμπρο Γραββάνη και τον συνεχάρηκα για την ευγένεια και κοινωνικότητα των μαθητών του. Αλλ’ εκείνος μου εξήγησε, ότι η συμπεριφορά αυτή των μαθητών του οφειλόταν στον χωροφύλακα Β. Κουρμουλάκη, ο οποίος, κάθε Σάββατο, επήγαινε στο σχολείο και με την άδειά του, δίδασκε στους μαθητές ηθική και κοινωνική αγωγή και αυτοί τον λάτρευαν.
Κάποια ημέρα συνάντησα τον πρόεδρο της Κοινότητας Ράπτη και του συνέστησα να φροντίσει να ασβεστοχριστούν οι μανδρότοιχοι των αυλών και των οικοπέδων κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, εν όψει της γιορτής του Προφήτη Ηλιού, που πανηγυρίζει το χωριό. Δέχτηκε ευχαρίστως και με ασβέστη της κοινότητας και έναν εργάτη ασβεστόχρισε όλους τους μανδρότοιχους μέχρι τη Μεγάλη Βρύση, με τη χρήση επινώτιου ραντιστήρα. Το ίδιο συνέστησα και στους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι κατά τον ίδιο τρόπο ασβεστόχρισαν τις προσόψεις των σπιτιών τους. Το χωριό έλαμψε από λευκάδα και καθαριότητα.
Συνήθιζα κάθε πρωί να κάθομαι στο πεζούλι της εκκλησίας και να μελετώ, εν όψει των εξετάσεών μου για τη Σχολή Αξιωματικών Χωροφυλακής. Μία ημέρα παρατήρησα ότι μερικοί γείτονες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ανακουφίζονταν στο ύπαιθρο. Το γεγονός μου έκανε άσχημη εντύπωση. Διέταξα δύο χωροφύλακες να επισκεφθούν τα σπίτια του χωριού, ο ένας επάνω και ο άλλος κάτω από τον κεντρικό δρόμο και να διαπιστώσουν αν είχαν αποχωρητήρια και για όσα δεν είχαν, να συνιστούν στους ιδιοκτήτες τους να παρουσιαστούν ενώπιόν μου. Την άλλη ημέρα εμφανίστηκαν στην Αστυνομία σαράντα (40) περίπου κάτοικοι. Τους καλοδέχτηκα και τους συνέστησα να κατασκευάσουν έστω και στοιχειώδη αποχωρητήρια. Έβαλα τον καθένα να υπογράψει στο Βιβλίο Συστάσεων και του έδωσα όση προθεσμία μου ζήτησε. Πριν περάσει η προθεσμία, ένας-ένας με επισκεφθηκαν εκ νέου και μου εγνώρισαν τη συμμόρφωσή τους.
Ένα πρωινό παρατήρησα ότι γυναίκες όργωναν και έσπερναν καλαμπόκι στα χωράφια τους με τα βόδια τους, ενώ οι άνδρες κάθονταν στα καφενεία του χωριού και χαρτόπαιζαν με έπαθλο ένα καφέ ή ένα λουκούμι. Εκάλεσα τους τρείς καφετζήδες του χωριού και συνέστησα να κλείσουν τα καφενεία τους την άλλη ημέρα από τις οχτώ το πρωί μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Σε όσους δε απορούσαν να συνιστούν να πάνε στα χωράφια τους και να δουλέψουν, κατ’ εντολή του Αστυνόμου. Ομολογώ ότι απέτυχα! Κανείς δεν επήγε να δουλέψει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου έλαβα διαταγή να παρουσιασθώ στη Σχολή Αξιωματικών Χωροφυλακής, στην οποία είχα επιτύχει κατά τις εξετάσεις του Αυγούστου προκειμένου να εκπαιδευθώ ως Ανθυπομοίραχος. Αποχαιρέτησα τον Εφημέριο, τον Πρόεδρο και τους Υπαλλήλους του χωριού και όσους κατοίκους είχαν συγκεντρωθεί για να με ξεπροβοδίσουν και ανεχώρησα για την Αθήνα με τις ευχές όλων.
Με νοσταλγία θυμάμαι το όμορφο και καταπράσινο Κροκύλειο και τους ευγενείς και φιλόνομους κατοίκους του, αν και πέρασαν από τότε πενήντα οκτώ (58) χρόνια.
Αμάρυνθος, 10 Δεκεμβρίου 2013
Αναστάσιος Παν Χαλιούλιας
Υποστράτηγος Χωροφυλακής ε.α.
Η φωτογραφία που προέρχεται από το αρχείο του Παρασκευά Μπακαρέζου εμφανίζει παρέα στη πλατεία ποζάρει με τα καλά της, γύρω στο 1955