της Γεωργίας Χρ. Τριανταφύλλου
Ο δρόμος σου μακρύς
Η ανηφόρα σου μεγάλη
Δύσβατη η καμπή
Κι όπου μας βγάλει…
Έχει ο Θεός
Κι ας ήρθε μπόρα
Κι ο νους που σου ‘δωκεν ο κοφτερός
Και η καρδιά…μεγάλη
Τον κόσμο, την αγάπη αγκαλιάζει…
Δύση και Ανατολή
Ως πέρα, πέρα
Την μακρινή Αμερική!...
Ο λόγος σου αρκεί
Σε φίλο και σε συγγενή
Χρόνια κρατήθηκε το μαγαζί
Ο καφενές της Λέττας είν’ εκεί.
Σημείο αναφοράς
Για του χωριού μας τη ζωή
Για το ζευγά
Το μάστορα
Για τον γραμματικό
Τον ξένο ή τον χωριανό
Όλοι εκεί…
Χρόνια και χρόνια η επαφή
Ανθρώπινη, καθημερινή
Ζαχαροκάντιο, ζυμωτή,
Σταφύλι, βύσσινο,
Τριαντάφυλλο γλυκό.
Το καρυδάκι πράσινο,
Απ’ τις βουνίσιες τις καριές
Που στέκονται στο ξέλακκο
Γιγάντιες, λεβέντικες, καμαρωτές!!!
Κι ευφραίναν την ψυχή μας !...
Κι ευώδωναν τη νιότη μας
Και γλύκαινε ο καημός
Γιοφύρι ο καφενές!
Περνούσαν ντέρτια και καημοί
Στο σήμερα, στο χθες
Κι ο πόνος κι ο θυμός…
Πες μου Χρήστο τα νέα σου
Τα νέα τα δικά σου
Πώς πήγαν στα σχολεία τα παιδιά σου?
Θύμιο το πούλησες το μέλι το καλό?
Που μύριζε απήγανο,
Θυμάρι ευωδιαστό;
Φέρε βρε Λέττα
Που ‘ναι ο καφές;
Γιατί αργείς;
Δεν τα ‘σωσες μαθές;
Κι η κουβεντούλα ποταμός…
Στο σήμερα, στο χθες
Ακούραστη!...
Θυμόσοφη!...
Εργατική και γελαστή
Χωρίς τα βαρυγκώμια…
Που κουβαλάει η ζωή
«Αμέσως!!» άκουγες
Τη γνώριμη, γλυκύτατη
Της Λέττας τη φωνή…
Βανίλια;
Υποβρύχιο;
Τι προτιμάς;
Μια σαρδελίτσα του κουτιού
Κι ένα ουζάκι;
Πιο καλά…
Να ξαλεγράνει ο νους…
Μα ήρθε βαρυχειμωνιά!...
Τα ‘τσουξε φέτος ο χιονιάς…
Μα …η Λέττα μας, δίπλα
Στη σόμπα της, φρουρός…
Τσάι ζεστό με ζάχαρη
Γαρύφαλλο, κανέλλα, αχνιστό !!!
Λίγο κονιάκ παρηγοριά
Ώσπου να φύγει ο καημός
Ώσπου να φύγει η χειμωνιά
«Μακριά σαν θα φύγεις μάνα στην ξενιτειά…»
Τραγούδαγε η Λέττα μας με τη φωνή της τη γλυκιά…
Άνοιξη παίρνει βρε παιδιά…
Να πεταρίσει η καρδιά!...
Κι ο κούκος μήνυσε
Έφυγε…πάει η χειμωνιά
Όχι στο βαρυγκώμι
Γιατί κι εκεί, κοντά στο παραγώνι
στη θράκα, στη γωνιά
κάστανα, καλαμπόκια
και κουτσοκέφαλα αρχινά…
Και ο παππούς και η γιαγιά…
Και τ ’αηδονιού το λάλημα
στα χείλη στην καρδιά,
Χαμόγελα…
Πετάρισμα!...
Όπως το πρώτο ρίγησμα…
Καθώς ο έρως
μάγουλα κόκκινα έβαφε
και μήλα στην ποδιά.
Πουλιά του λόγγου, του βουνού
Τις ιστορίες λάλησαν…
Τραγούδησαν μαζί
Με τη φλογέρα του βοσκού
Στην άκρη εκεί του ρυακιού
Που ‘σκιζε ρήμια, λαγκαδιές,
Χαράδρες, πράσινες βραγιές..,
Τις ιστορίες κουβαλά
Και πόνο και χαρά
Τραγούδι, λάλημα αρχινά…
Για τη λεβέντικη καρδιά
Και πως μεγάλωσε τα δυο της τα παιδιά
Με σθένος και με δύναμη αντρίκια
Κι εκείνη σκούπιζε κρυφά
Τα δάκρυα π ’ανάβλυζαν πικρά…
Ο κύρης εταξίδεψε
Τα δώρα της ζωής να φέρει
Μα ο χάρος κοντοστάθηκε
Του φύλαξε καρτέρι…
Άντρας κι αδερφός
Για ένα όραμα
Εμπρός!!!
Εμπόδια ο δρόμος τους δεν έχει
Μα οι δυνάμεις σκοτεινές
κι η μοίρα άλλο κατέχει
Να την η Βιολέττα!
Βράχος κι απαντοχή…
Στην είδηση τη μαύρη, την κακή
δυο οι ζωές
Της νύχτας, της απόγνωσης
και οι δύο της ελπίδας!...
Της αυγής…
Δυο δέντρα, δυο βλαστάρια!!
Μεγάλωσαν και τράνεψαν
Στα μονοπάτια του χωριού
Στα δροσερά χορτάρια…
Ο ένας γιος
Μπουμπούκια, τριαντάφυλλα
Στο μέλλον θ ’αποθέσει…
Κι ο άλλος, ο μικρός
τραγούδια και ποιήματα θα δέσει…
Όχι χειροκροτήματα…
Τα έργα, τα παιδιά του
Ετάφηκε στα χώματα
της γης της Δωρικής
τα πατρικά του!
Μαράζωσεν η μάνα του
ο πόνος της μεγάλος!...
Θα πέρναγε, θα έφτανε
Τα εκατό, θεριό!!!
Μα η θλίψη της μεγάλη
Κι ο πόνος της αβάσταχτος…
Τι θέλω εγώ Γεωργία μου και ζω?
Τον Θάνο της τον λατρευτό
ήθελε ν’αναταμώσει
Και τα’ άλλο το παιδί της το καλό
εστήριξε κι εφύλαξε μάνα και αδερφό
Κι έμεινε πίσω τους
Το έργο του να συνεχίσει…
Το δέντρο της ζωής για να ποτίσει…
Μπουμπούκια και παιδόπουλα
Σοδειές να αυγατίσει…
Αισθήματα…
Γεννήματα…
Και μνήμες να κρατήσει…
Για τον παππού, τον θείο, τη γιαγιά…
Κι εκεί από ψηλά
θα αγκαλιάζει τα παιδιά,
τους χωριανούς, τους ντόπιους,
τους περαστικούς…
Ελάτε φίλοι, χωριανοί,
Λουκούμι ούζο και ρακί
Στης Λέττας μας τον καφενέ
Βαρύ και σέρτικο καφέ
Γέροι και νιοί
Φίλοι και χωριανοί
Θα είμαστε όλοι εκεί
Στον καφενέ σου Λέττα μας
Θα πίνουμε καφούλι και ρακί
Ώσπου στου χρόνου τη ροή
Θα ανταμώσουμε κάποια στιγμή
Όλοι εκεί, όλοι μαζί!!!